ἀνεμοσφάραγος

Revision as of 12:13, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_4)

English (LSJ)

[φᾰ], ον,

   A echoing to the wind, κόλποι Pi.P.9.5.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεμοσφάρᾰγος: -ον, ὁ ἀντηχῶν εἰς τοὺς ἀνέμους, ἀνεμοσφαράγων ἐκ Παλίου κόλπων Πινδ. Π. 9.6. [σφᾰ].

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui résonne du bruit du vent.
Étymologie: ἄνεμος, σφάραγος.

English (Slater)

ᾰνεμοσφᾰρᾰγος
   1 echoing in the wind ἀνεμοσφαράγων ἐκ Παλίου κόλπων (P. 9.5)

Spanish (DGE)

(ἀνεμοσφάρᾰγος) -ον que resuenan con el viento κόλποι Pi.P.9.5.