ἀντωνυμία

Revision as of 12:14, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_5)

English (LSJ)

ἡ,

   A pronoun, D.H.Comp.6, Plu.2.1009c, etc.; περὶ ἀντωνυμίας, title of work by A.D.    II interchange of names, Dam.Pr.73.

German (Pape)

[Seite 265] (ὄνομα), ἡ, das Pronomen, Gramm.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντωνῠμία: ἡ, «ὁριστέον ουν τὴν ἀντωνυμίαν ὧδε· ‘λέξιν ἀντ’ ὀνόματος προσώπων ὡρισμένων παραστατικήν, διάφορον κατὰ τὴν πτῶσιν καὶ ἀριθμόν, ὅτι καὶ γένους ἐστὶ κατὰ τὴν φωνὴν ἀπαρέμφατος’» Ἀπολλών. π. Ἀντωνυμ. 10Α, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 2, Πλούτ. 2. 1009C.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
t. de gramm. pronom personnel.
Étymologie: ἀντώνυμος.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
1 gram. pronombre D.H.Comp.29.20, Plu.2.1009c, Alex.Aphr.in SE 34.25, Origenes M.17.284B, Eus.E.Th.2.19, Gr.Shorthand Man.624, περὶ ἀντωνυμίας tít. de una obra de Apolonio Díscolo, A.D.Pron.3.
2 sustituto, sinónimo de los diferentes términos aplicados a la substancia, Leont.Byz.M.86.1309B, 1904C, Dam.Pr.73.