Δοῦλος γεγονὼς ἑτέρῳ <γε> δουλεύειν φοβοῦ → Servire in servitute servo alii time → Als Sklave wolle keinem Sklaven Sklave sein
Full diacritics: ὁριστέον | Medium diacritics: ὁριστέον | Low diacritics: οριστέον | Capitals: ΟΡΙΣΤΕΟΝ |
Transliteration A: horistéon | Transliteration B: horisteon | Transliteration C: oristeon | Beta Code: o(riste/on |
one must determine, define, Pl. Lg.632b, Arist.Metaph.1064a21, etc.
ὁριστέον: ῥημ. ἐπίθετ. τοῦ ὁρίζω, δεῖ ὁρίζειν, Πλάτ. Νόμ. 632Α, Ἀριστ., κλ.
ὁριστέον: ρημ. επίθ., αυτό που πρέπει να καθορίσει κάποιος, σε Πλάτ. κ.λπ.