A go out of bloom, fade away, v.l. in Pl.Ax.367b (ap. Stob.).
[Seite 275] verblühen, v. l. des Stob. in Axioch. 367 b.
ἀπακμάζω: παρακμάζω, «ἀλλὰ οἱ πολλοὶ πολυγήρως ἀπακμάζουσι καὶ τῷ νῷ καὶ δὶς παῖδες οἱ γέροντες γίνονται» Στοβ. 536. 48.