παρακμάζω
ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop
English (LSJ)
to be past the prime, of fruits, etc., X.Mem.4.4.23, Thphr. De Odoribus 34, etc.; παρηκμακότες, of old trees, Id.HP9.4.7; of men compared to wine, Alex.45.5: metaph., of beauty, X.Smp.4.17,8.14; πρεσβύτεροι καὶ παρηκμακότες Arist.Rh.1389b13, cf. Pol.1275a17; π. τοῖς σώμασι Plu.Caes.37; of a state, Plb.6.51.5; of sea-waves, abate, Thphr. Vent.35; of passion, ἂν δὲ μικρὸν παρακμάσῃ [ὀργή] Men.573, cf. Plu.Brut.21.
German (Pape)
[Seite 484] abnehmen an Blüte, verblühen, veralten; τὸ μὲν τῆς ὥρας ἄνθος ταχὺ δήπ ου παρακμάζει, Xen. Symp. 8, 14; κάλλος, 4, 17; vgl. οἱ παρηκμακότες, Mem. 4, 4, 23; οἱ πρεσβύτεροι καὶ παρηκμακότες vrbdt Arist. rhet. 2, 13; Pol. 6, 51, 5 setzt gegenüber ἡ μὲν Καρχηδὼν ἤδη τότε παρήκμαζεν, ἡ δὲ Ῥώμη μάλιστα τότ' εἶχε τὴν ἀκμήν; Plut. vrbdt es mit παρανθέω, Caes. 69; auch von Leidenschaften, Brut. 21.
French (Bailly abrégé)
avoir passé le moment de sa fleur de l'âge, de sa force, de sa fraîcheur ; se flétrir, dégénérer, déchoir ; οἱ παρηκμακότες ARSTT les hommes usés ou affaiblis, les vieillards.
Étymologie: παρά, ἀκμάζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρακμάζω [παρακμή] over het hoogtepunt heen raken of zijn, verwelken:; τοὺς δὲ καρπούς … παρακμάσαι διὰ τὴν ψυχρότητα en dat de vruchten verpieterden door de kou Plut. Caes. 69.5; overdr.. παρηκμακότες ἤδη τοῖς σώμασι lichamelijk al op hun retour Plut. Caes. 37.5.
Russian (Dvoretsky)
παρακμάζω:
1 отцветать, увядать, блекнуть (τὸ ἄνθος παρακμάζει, перен. τὸ κάλλος ταχὺ παρακμάζον Xen.): παρηκμακότες Arst., Polyb., Plut. утратившие молодость, стареющие;
2 приходить в упадок (ἡ Καρχηδὼν παρήκμαζεν Polyb.);
3 (о страстях) слабеть, униматься: ὅταν παρακμάση τὸ τῆς ὀργῆς Plut. (ждать), пока не утихнет гнев.
Greek (Liddell-Scott)
παρακμάζω: μέλλ. -άσω, ὡς καὶ νῦν, παρέρχεται ἡ ἀκμή μου, χάνω τὴν δύναμίν μου, ἢ δοκεῖ σοι ὅμοια τὰ σπέρματα εἶναι τὰ τῶν ἀκμαζόντων τοῖς τῶν μήπω ἀκμαζόντων ἢ τῶν παρηκμακότων; Ξεν. Ἀπομν. 4. 4, 23, Θεοφρ. π. Ὀσμ. 20, κτλ.· ἐπὶ οἴνου, Ἄλεξις ἐν «Δημητρίῳ» 6. 5· - μεταφορ., ἐπὶ καλλονῆς, Ξενοφ. Συμπ. 4, 27., 8, 14· πρεσβύτεροι καὶ παρηκμακότες Ἀριστ. Ρητ. 2. 13, 1. πρβλ. Πολιτικ. 3. 1, 5· π. τοῖς σώμασι Πλουτ. Καῖσ. 69· ἐπὶ πόλεως ἢ κράτους, Πολύβ. 6. 54, 5· - ὡσαύτως, ἐπὶ ἀνέμου, παρέρχεται ἡ ὁρμή μου, καταπίπτω, Θεοφρ. π. Ἀνέμ. 35· ἐπὶ τῆς ὀργῆς, ἄν δὲ μικρὸν παρακμάσῃ [ὀργὴ] Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 64, πρβλ. Πλουτ. Βροῦτ. 21.
Greek Monolingual
ΝΑ
1. διέρχομαι το στάδιο της παρακμής, χάνω την ακμή, τη δύναμη, τη ζωτικότητα ή την αξία μου, φθίνω, μαραίνομαι, ξεπέφτω
αρχ.
μτφ. α) (για άνεμο) κοπάζει η ορμή μου, καταπέφτω, παύω
β) (για ψυχικά πάθη) εξασθενίζω, μειώνομαι («ὅταν παρακμάσῃ καὶ μαρανθῇ τὸ τῆς ὀργῆς», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ἀκμάζω.
Greek Monotonic
παρακμάζω: μέλ. -άσω, παρακ. -ήκμᾰκα· χάνω την ακμή μου, αποδυναμώνομαι, παρακμάζω, σε Ξεν.