εως, ἡ,
A cutting off, ἀγκυρίων Ph.Bel.100.33 (pl.).
ἀπότμησις: -εως, ἡ, ἀποκοπή, ἀπόκοψις, Φίλων Βελοπ. 100.
-εως, ἡcorte c. gen. ἀγκυρείων Ph.Mech.100.33, αἰδοίων Tat.Orat.8, κεφαλῆς Eus.HE 5.4.3.