ἀποκοπή

From LSJ

ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποκοπή Medium diacritics: ἀποκοπή Low diacritics: αποκοπή Capitals: ΑΠΟΚΟΠΗ
Transliteration A: apokopḗ Transliteration B: apokopē Transliteration C: apokopi Beta Code: a)pokoph/

English (LSJ)

ἡ, (ἀποκόπτω)
A cutting off, κρατός A.Supp.841, cf. Hp.Mochl.34; lopping off a shoot for grafting, M.Ant.11.8: Medic., amputation, Archig. ap. Orib.47.13.3; stoppage, ἐμμηίνων Sor.1.26.
2 πεδίων ἀποκοπή, prob. their abrupt terminations, Plu.Phil.4, cf. Gp.12.41.1.
3 φωνῆς ἀποκοπή = loss of voice, Dsc.2.120, cf. Gal.13.31.
II ἀποκοπὴ χρεῶν = cancelling of all debts, And.1.88, Pl.R.566a, Jusj. ap. D.24.149, etc.
III abruptness, especially of literary style, Demetr.Eloc.238; ἀποκοπὴ ῥυθμοῦ = broken rhythm, ib.6; ἐξ ἀποκοπῆς = abruptly, D.H.Th.52; also of disease, ἐξ ἀποκοπῆς λυθῆναι to be suddenly cured, Gal.7.441.
IV section, extract, λόγου Tryph.Trop.7.
V in Gramm., apocope, cutting off of one or more letters, esp. at the end of a word, Arist.Po.1458b2 (pl.), cf. A.D.Synt.6.11; κατ' ἀποκοπήν Str.8.5.3; also of elliptical expressions, such as νὴ τόν, Ph.2.271.

Spanish (DGE)

-ῆς, ἡ
• Alolema(s): ἀποκοπά A.Supp.841
I 1c. gen. obj. o abs. corte, amputación de miembros del cuerpo κρατός A.l.c., χειρῶν Diog.Oen.47.3.5, del cordón umbilical, Clem.Al.Paed.1.6.39, τοῦ στελέχους Gp.12.41.1
sin rég., ref. a miembros del cuerpo ἀποκοπαὶ ἢ ἐν ἄρθρῳ ἢ κατὰ τὰ ὀστέα Hp.Mochl.34, Archig. en Orib.47.13.3, ref. a plantas, M.Ant.11.8
πεδίων ἀποκοπή final escarpado de un llano Plu.Phil.4.
2 cancelación χρεῶν And.Myst.88, Pl.R.566a, Lg.684e, 736c, juram. en D.24.149, Arist.Ath.6, ICr.3.4.8.23 (Itanos III a.C.), Plu.2.226b, D.C.Epit.7.14.3.
3 separación, divorcio βιβλίον ἀποκοπῆς libelo de separación Aq.De.24.3.
4 gram. apócope τῶν ὀνομάτων Arist.Po.1458b2, cf. A.D.Synt.6.11, Trypho Trop.p.198, Priscian.Inst.2.373, Macr.Exc.5.640, de Μέσση por Μεσσήνη Str.8.5.3, de expresiones braquilógicas usadas en los juramentos, como νὴ τόν, μὰ τόν Ph.2.271.
5 del estilo literario, etc. carácter abrupto, entrecortado Demetr.Eloc.238, ἀποκοπὴ τοῦ ῥυθμοῦ ritmo entrecortado Demetr.Eloc.6.
6 ἐξ ἀποκοπῆς = abrupta, repentinamente D.H.Th.52, tb. de una enfermedad ἐξ ἀποκοπῆς λυθῆναι = curarse repentinamente Gal.7.441.
II c. gen. subjet. cesación, cese ἐμμήνων Sor.17.4, φωνῆς ἀποκοπή = pérdida de la voz, afonía Dsc.2.120, φωνῶν Gal.13.31, τῶν παθῶν Clem.Al.Strom.4.9.73
reducción, rebaja ἐκ τῶν ... ἑτέρων (ταλάντων) UPZ 225.21 (Tebas II a.C.), τὰ ὑπὲρ ἀποκοπῆς ὀφειλόμενα PThmouis 1.112.19, 1.129.22 (II d.C.).

German (Pape)

[Seite 308] ἡ. 1) das Abschlagen, Abhauen, κρατός Aesch. Suppl. 821; τῶν χρεῶν, Schuldentilgung, tabulae novae, Plat. Legg. V, 736 c u. öfter; Andoc. 1, 88 Dem. 24, 149 Plut. Sol. 15. – 2) Bei den Gramm. Weglassung eines oder mehrerer Buchstaben, bes. am Ende eines Wortes.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
1 retranchement, amputation ; fig. ἀποκοπή τῶν χρεῶν PLUT abolition ou remise des dettes ; t. de gramm. apocope;
2 pente abrupte.
Étymologie: ἀποκόπτω.

Russian (Dvoretsky)

ἀποκοπή:
1 отсечение, отрубание (κρατός Aesch.);
2 отмена или уменьшение (χρεῶν Dem., Plut.);
3 обрывистый край (ἀποκοπαὶ πεδίων Plut.);
4 грам. усечение (окончания) Arst.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποκοπή: ἡ, (ἀποκόπτω) τὸ ἀποκόπτειν, Αἰσχύλ. Ἱκ. 841, Ἱππ. Μοχλ. 860· ἐν Ἀθήναις, ἀποκοπὴ χρεῶν = τῷ Ρωμ. tabulae novae, ἀπάλειψις τῶν παλαιῶν χρεῶν, Ἀνδοκ. 12. 7, Πλάτ. Πολ. 566Α, Νόμ. 736C· οὐδὲ τῶν χρεῶν τῶν ἰδίων ἀποκοπὰς Ὅρκος παρὰ Δημ. 746. 24, κτλ.· πρβλ. τὴν σεισάχθειαν τοῦ Σόλωνος, Πλουτ. Σόλ. 15. 2) ἐν Πλουτ. Φιλοπ. 4, πεδίων ἀπ., πιθ. τὰ ἀπότομα αὐτῶν πέρατα ἢ ὅρια. ΙΙ. παρὰ Γραμμ. ἀποκοπή, τὸ ἀποκόπτειν ἓν ἢ περισσότερα γράμματα, ἰδίως εἰς τὸ τέλος λέξεως, πρβλ. Ἀριστ. Ποιητ. 22. 8· καὶ ἴδε τὴν λεξ. συγκοπή. ΙΙΙ. φωνῆς ἀπ., ἀπώλεια, ὅταν κόπτηται ἡ φωνή τινος, Διοσκ. 2. 146.

Greek Monolingual

η (AM ἀποκοπή) αποκόπτω
1. το κόψιμο, η αφαίρεση με κόψιμο
2. (Γραμμ.) μορφή σίγησης φωνήεντος, η οποία υπάγεται στο φαινόμενο της αποβολής
μσν.- νεοελλ.
1. καθορισμένο ποσό, τιμή
2. αμοιβή
νεοελλ.
φρ.
1. «κατ' αποκοπήν» — με υπολογισμό της αμοιβής εκ των προτέρων
2. «παίρνω (κάτι) κατ' αποκοπήν» ή «το πήρα αποκοπή» — ασχολούμαι αποκλειστικά με κάτι
μσν.
εγγύηση
αρχ.
Ι. 1. αφαίρεση, απόσπαση
2. (για περιοχή) απότομο, απόκρημνο τέρμα
3. (για ασθένειες) απότομη εξάλειψη, θεραπεία
II. φρ.
1. «χρεῶν ἀποκοπή» — εξάλειψη των χρεών
2. «ῥυθμοῦ ἀποκοπή» — διατάραξη του ρυθμού
3. «ἐξ ἀποκοπῆς» — απότομα
4. «ἀποκοπή φωνῆς» — η απώλεια της φωνής.

Greek Monotonic

ἀποκοπή: ἡ (ἀποκόπτω
I. αποκοπή, σε Αισχύλ.· ἀποκοπὴ χρεῶν, το Ρωμ. tabulae novae, η παραγραφή όλων των οφειλών, σε Πλάτ.
II. στη Γραμμ., αποκοπή, δηλ. η αποκοπή ενός ή περισσοτέρων γραμμάτων, ιδίως από το τέλος της λέξης.

Middle Liddell

ἀποκόπτω
I. a cutting off, Aesch.; ἀπ. χρεῶν, = the Rom. tabulae novae, a cancelling of all debts, Plat.
II. in Gramm. apocope, the cutting off letters from a word.

Translations

Breton: losttroc'h; Chinese Mandarin: 字尾音消失; Danish: apokope; Dutch: apocope; Finnish: loppuheitto, apokopee; French: apocope; Galician: apócope; German: Apokope; Greek: αποκοπή; Ancient Greek: ἀποκοπή; Hungarian: szórövidülés, apokopé; Icelandic: brottfall; Irish: coimriú deiridh; Italian: apocope; Japanese: 語末音消失; Occitan: apocòpa; Polish: apokopa; Portuguese: apócope; Russian: апокопа; Spanish: apócope; Swedish: apokope; Turkish: apokop; Welsh: ôl-doriad

amputation

Afrikaans: amputasie; Arabic: ⁧بَتْر⁩, ⁧قَطْع⁩; Armenian: անդամահատում, անդամահատություն; Belarusian: ампутацыя; Bulgarian: ампутация; Catalan: amputació; Chinese Mandarin: 截肢, 切斷/切断; Czech: amputace; Dutch: amputatie; Esperanto: amputado; Finnish: amputaatio; French: amputation; Galician: amputación; Georgian: ამპუტაცია; German: Amputation; Greek: ακρωτηριασμός; Ancient Greek: ἀκρωνία, ἀκρωτηριασμός, ἀποκοπά, ἀποκοπή, ἀπόκοψις, ἀποτομά, ἀποτομή, ἀφαίρεσις, διάκρισις, ἐκκοπή, ἔκκοψις, ἔκτμησις, ἐκτομή; Haitian Creole: anpitasyon; Hebrew: ⁧כריתה⁩; Hungarian: amputálás; Icelandic: aflimun; Indonesian: amputasi; Irish: teascadh; Italian: amputazione; Japanese: 切断; Korean: 절단(切斷) / 절단(截斷); Macedonian: ампутација; Malayalam: അംഗച്ഛേദനം; Maori: poronga, pōutonga; Navajo: atsʼáozʼaʼ kʼégéésh; Polish: amputacja; Portuguese: amputação; Romanian: amputare, amputație; Russian: ампутация; Sardinian Gallurese Sardinian: mutzatura; Serbo-Croatian Cyrillic: ампутација; Roman: amputacija; Slovak: amputácia; Slovene: amputacija; Spanish: amputación; Swedish: amputation; Tagalog: paggapong; Turkish: ampütasyon; Ukrainian: ампутація; Welsh: trychiad; West Frisian: amputaasje