θηλυπρόσωπος

Revision as of 09:58, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_17)

English (LSJ)

ον,

   A with woman's face, Suid. s.v. Σειρῆνας.

German (Pape)

[Seite 1207] mit Weibergesicht, Suid. Σειρῆνες.

Greek (Liddell-Scott)

θηλυπρόσωπος: -ον, ἔχων γυναικεῖον πρόσωπον, Σουΐδ. ἐν λ. Σειρῆνες.