θηλυπρόσωπος

From LSJ

ἐπ' ἀλλήλοισιν ἀμφικείμενοι → locked in each other's arms, clinging to one another

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θηλυπρόσωπος Medium diacritics: θηλυπρόσωπος Low diacritics: θηλυπρόσωπος Capitals: ΘΗΛΥΠΡΟΣΩΠΟΣ
Transliteration A: thēlyprósōpos Transliteration B: thēlyprosōpos Transliteration C: thilyprosopos Beta Code: qhlupro/swpos

English (LSJ)

θηλυπρόσωπον, with woman's face, Suid. s.v. Σειρῆνας.

German (Pape)

[Seite 1207] mit Weibergesicht, Suid. Σειρῆνες.

Greek (Liddell-Scott)

θηλυπρόσωπος: -ον, ἔχων γυναικεῖον πρόσωπον, Σουΐδ. ἐν λ. Σειρῆνες.

Greek Monolingual

θηλυπρόσωπος, -ον (Α)
(για τις Σειρήνες) αυτός που έχει πρόσωπο γυναίκας.