καλλιέρημα

Revision as of 10:16, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_21)

English (LSJ)

ατος, τό,

   A auspicious sacrifice, Hsch., EM487.14.

German (Pape)

[Seite 1309] τό, Opfer mit guter Vorbedeutung, θυσία εὐπρόσδεκτος VLL.

Greek (Liddell-Scott)

καλλιέρημα: τό, εὐοίωνος θυσία, «θυσία εὐπρόσδεκτος» Ἡσύχ.· - προσέτι καλλιέρησις, εως, ἡ, Ἐπιγρ. Ἀθηνῶν, CIA. I. 55.