καταδέομαι

Revision as of 19:47, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

English (LSJ)

   A entreat earnestly, c. gen. pers., Pl.Ap.33e, LXXGe. 42.21, al.

German (Pape)

[Seite 1345] (s. δέομαι), sehr bitten; οὐκ ἂν αὐτοῦ καταδεηθείη Plat. Apol. 33 e; öfter in LXX.

Greek (Liddell-Scott)

καταδέομαι: μετὰ γεν. προσ., δέομαι θερμῶς, Λατ. deprecari, Πλάτ. Ἀπολ. 33Ε· πρβλ. καταδέω (Β).

French (Bailly abrégé)

1-οῦμαι;
Moy. de καταδέω¹.
2ao. κατεδεήθην;
supplier.
Étymologie: κατά, δέομαι de δέω².