δέομαι
Τὰ χρήματ' ἀνθρώποισιν εὑρίσκει φίλους → Money finds men friends → Invenit amicos hominibus pecunia → Was den Menschen Freunde findet, ist das Geld
German (Pape)
[Seite 547] fürchten, Aesch. Pers. 686 (v. l. δείομαι) c. inf.; es ist wohl δίομαι zu lesen. bitten, bedürfen, s. δέω.
French (Bailly abrégé)
English (Slater)
δέομαι lack c. gen. ταὶ μεγάλαι γὰρ ἀλκαὶ σκότον πολὺν ὕμνων ἔχοντι δεόμεναι (N. 7.13)
Spanish (DGE)
v. 2 δέω.
δοκῶ Hsch. (prob. f.l. por δέαμαι).
English (Strong)
middle voice of δέω; to beg (as binding oneself), i.e. petition: beseech, pray (to), make request. Compare πυνθάνομαι.
English (Thayer)
(δέος) δέους, τό (δείδω) (from Homer down), fear, awe: μετά εὐλαβείας καί δέους, L T Tr WH. [ SYNONYMS: δέος (apprehension), φόβος (fear): Ammonius under the word δέος says δέος καί φόβος διαφέρει. δέος μέν γάρ ἐστι πολυχρόνιος κακοῦ ὑπόνοια. φόβος δέ ἡ παραυτίκα πτόησις. Plato (Laches, p. 198b.): δέος γάρ εἶναι προσδοκίαν μέλλοντος κακοῦ. Cf. Stallbaum on Plato s Protag., p. 167; Schmidt, chapter 139; and see under the word δειλία.]
Greek Monolingual
(AM δέομαι)
κάνω δέηση, ικετεύω, προσεύχομαι («δέεται σιωπηλά», «πρὸς τὸν Θεόν μου δεηθήσομαι», «καὶ δεόμεθά σου, ὁ Θεός»)
αρχ.-μσν.
έχω ανάγκη, χρειάζομαι κάτι («ἐδέοντο βοηθείας»)
αρχ.
1. επιθυμώ
(«μηδὲ δεῖσθαι τοῦ ἀπηγορευμένου» — ούτε να επιθυμεί το απαγορευμένο)
2. παρακαλώ κάποιον να κάνει κάτι («ἐμοῦ δὲ δέησιν ἰσχυρὰν ἐδεήθη μὴ παραλιπεῖν, «ἐδεήθη Καίσαρος ὅπως αὐτὴν ἐάση...»)
αρχ.-μσν.
(μτχ. ενεστ.) οι δεόμενοι
έτσι καλούνται από τη στάση τους παραστάσεις χριστιανών, αγίων ή άλλων προσώπων της Αγίας Γραφής, που εικονίζονται στις τοιχογραφίες τών κατακομβών
αρχ.
οι φτωχοί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. δέω (Ι)].
Frisk Etymological English
See also: s. 2. δέω.
Frisk Etymology German
δέομαι: {déomai}
See also: s. 2. δέω.
Page 1,367
Chinese
原文音譯:dšomai 得哦買
詞類次數:動詞(22)
原文字根:捆綁 相當於: (חָנַן) (נָא) (עָתַר) (צָעַק) (תַּחֲנוּן) (תְּפִלָּה)
字義溯源:求,祈求,懇求,請求,禱告,勸;源自(δέω)*=捆綁)。參讀 (αἰτέω)同義字。參讀 (βούλομαι)同義字
出現次數:總共(22);太(1);路(8);徒(7);羅(1);林後(3);加(1);帖前(1)
譯字彙編:
1) 求(6) 路5:12; 路8:28; 路9:38; 徒21:39; 林後5:20; 林後8:4;
2) 懇求(3) 路8:38; 徒26:3; 羅1:10;
3) 你們當求(2) 太9:38; 路10:2;
4) 祈求(2) 路21:36; 徒8:22;
5) 已經⋯祈求(1) 路22:32;
6) 我⋯求過(1) 路9:40;
7) 願⋯祈求(1) 徒8:24;
8) 我們⋯祈求(1) 帖前3:10;
9) 禱告(1) 徒10:2;
10) 禱告完了(1) 徒4:31;
11) 請問(1) 徒8:34;
12) 我祈望(1) 林後10:2;
13) 我勸(1) 加4:12
Léxico de magia
pedir, suplicar a Helios σὲ ἐπικαλοῦμαι, προπάτωρ, καὶ δέομαι σου, αἰωναῖε, αἰωνακ<τ>ινοκράτωρ te invoco a ti, primer padre, y te suplico, eterno, eterno dominador de los rayos P I 200 δέομαι, κύριε, πρόσδεξαί μου τήνδε ἀξίωσιν te pido, señor, que acojas esta petición mía P III 586 δέομαι, δέσποτα Ἥλιε, ἐπάκουσόν μου τοῦ δεῖνα te suplico, soberano Helios, escúchame a mí, fulano P IV 1946 δέομαι, κύριε, μὴ σφαλῆναι te suplico, señor, que no fracase P XXXVI 221 a Hermes δέομαι, κύριε, ἵλεως μοι γενοῦ καὶ ἀψευδῶς μοι φανεὶς χρημάτισον te suplico, señor, sé propicio conmigo y mostrándote a mí vaticíname sin engaño P V 420 a la Osa ἐντυ<γ>χάνω σοι, δεόμενος καὶ ἱκετεύων, ὅπως ποιήσῃς τὸ δεῖνα apelo a ti, pidiendo y suplicando, para que me hagas esto P VII 690 a entidades no concretas δέομαι ὑμῶν ... φανῆναι τῷ παιδὶ τούτῳ τὸ φῶς καὶ τὸν ἥλιον os pido que se manifiesten a este muchacho la luz y el sol P VII 546 πάντως δέομαι, ἱκετεύω, δοῦλος ὑμέτερος καὶ τεθρονισμένος ὑμῖν os pido, os suplico, yo, esclavo vuestro y por vosotros consagrado P VII 746 διὸ δέομαι· ἔλθατε μοι συνεργοί, ὅτι μέλλω ἐπικαλεῖσθαι τὸ κρυπτὸν καὶ ἄρρητον ὄνομα por ello os suplico, venid a mí como colaboradores, porque voy a invocar el oculto e inefable nombre P XII 236 εἰσέλθοντος δὲ τοῦ θεοῦ μὴ ἐνατένιζε τῇ ὄψει, ἀλλὰ τοῖς ποσὶ βλέπε ἅμα δεόμενος cuando el dios se acerque no lo mires fijamente al rostro, más bien mira a sus pies al tiempo que haces la súplica P XIII 705
Lexicon Thucydideum
indigere, to lack, need, 1.40.2, 1.81.2, 1.120.2, 3.84.3, 4.21.3, 4.69.2, 5.38.1, 6.13.2, 6.20.2, 6.78.4. 7.28.1, 8.33.1, 8.37.3,
supervacaneum habere, to consider superfluous, 4.130.4, 8.43.4, 8.48.4, —
orare, rogare, to entreat, ask, 1.24.6, 1.24.7, 1.25.2. 1.26.3, 1.27.2, [vulgo commonly ξυμπροπέμψαι]. Ibid. in the same place 1.32.1,
Ibid. in the same place 1.27.4, 1.27.5. 1.33.2, 1.34.3. 1.35.3, 1.75.2, 1.119.1, 1.136.2, 3.10.1,
item likewise 3.55.1. 3.10.3. 3.92.3, 4.2.4, 4.57.2. 5.32.5, 5.32.6. 5.36.2, [alii leg. others read παραδῶσι, cf. Popp. adn. compare Poppo's note]. 5.37.3, 5.37.4, 5.39.2, 5.46.4. 5.50.5, 5.61.1. 5.82.3. 6.6.2, 6.8.1, 6.12.1, 6.19.1, 6.34.3, 6.80.3, 6.86.5. 6.87.5. 6.88.10, 7.32.63, 7.3.1, 8.45.4.