δέομαι

From LSJ

Μηδέν ποτε κοινοῦ τῇ γυναικὶ χρήσιμον → Utile communicato mulieri nihil → Nie teile etwas Wertvolles mit deiner Frau

Menander, Monostichoi, 361

German (Pape)

[Seite 547] fürchten, Aesch. Pers. 686 (v. l. δείομαι) c. inf.; es ist wohl δίομαι zu lesen. bitten, bedürfen, s. δέω.

French (Bailly abrégé)

v. δέω¹ et δέω².

English (Slater)

δέομαι lack c. gen. ταὶ μεγάλαι γὰρ ἀλκαὶ σκότον πολὺν ὕμνων ἔχοντι δεόμεναι (N. 7.13)

Spanish (DGE)

v. 2 δέω.
δοκῶ Hsch. (prob. f.l. por δέαμαι).

English (Strong)

middle voice of δέω; to beg (as binding oneself), i.e. petition: beseech, pray (to), make request. Compare πυνθάνομαι.

English (Thayer)

(δέος) δέους, τό (δείδω) (from Homer down), fear, awe: μετά εὐλαβείας καί δέους, L T Tr WH. [ SYNONYMS: δέος (apprehension), φόβος (fear): Ammonius under the word δέος says δέος καί φόβος διαφέρει. δέος μέν γάρ ἐστι πολυχρόνιος κακοῦ ὑπόνοια. φόβος δέ ἡ παραυτίκα πτόησις. Plato (Laches, p. 198b.): δέος γάρ εἶναι προσδοκίαν μέλλοντος κακοῦ. Cf. Stallbaum on Plato s Protag., p. 167; Schmidt, chapter 139; and see under the word δειλία.]

Greek Monolingual

(AM δέομαι)
κάνω δέηση, ικετεύω, προσεύχομαι («δέεται σιωπηλά», «πρὸς τὸν Θεόν μου δεηθήσομαι», «καὶ δεόμεθά σου, ὁ Θεός»)
αρχ.-μσν.
έχω ανάγκη, χρειάζομαι κάτι («ἐδέοντο βοηθείας»)
αρχ.
1. επιθυμώ
μηδὲ δεῖσθαι τοῦ ἀπηγορευμένου» — ούτε να επιθυμεί το απαγορευμένο)
2. παρακαλώ κάποιον να κάνει κάτι («ἐμοῦ δὲ δέησιν ἰσχυρὰν ἐδεήθη μὴ παραλιπεῖν, «ἐδεήθη Καίσαρος ὅπως αὐτὴν ἐάση...»)
αρχ.-μσν.
(μτχ. ενεστ.) οι δεόμενοι
έτσι καλούνται από τη στάση τους παραστάσεις χριστιανών, αγίων ή άλλων προσώπων της Αγίας Γραφής, που εικονίζονται στις τοιχογραφίες τών κατακομβών
αρχ.
οι φτωχοί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. δέω (Ι)].

Frisk Etymological English

See also: s. 2. δέω.

Frisk Etymology German

δέομαι: {déomai}
See also: s. 2. δέω.
Page 1,367

Chinese

原文音譯:dšomai 得哦買
詞類次數:動詞(22)
原文字根:捆綁 相當於: (חָנַן‎) (נָא‎) (עָתַר‎) (צָעַק‎) (תַּחֲנוּן‎) (תְּפִלָּה‎)
字義溯源:求,祈求,懇求,請求,禱告,勸;源自(δέω)*=捆綁)。參讀 (αἰτέω)同義字。參讀 (βούλομαι)同義字
出現次數:總共(22);太(1);路(8);徒(7);羅(1);林後(3);加(1);帖前(1)
譯字彙編
1) 求(6) 路5:12; 路8:28; 路9:38; 徒21:39; 林後5:20; 林後8:4;
2) 懇求(3) 路8:38; 徒26:3; 羅1:10;
3) 你們當求(2) 太9:38; 路10:2;
4) 祈求(2) 路21:36; 徒8:22;
5) 已經⋯祈求(1) 路22:32;
6) 我⋯求過(1) 路9:40;
7) 願⋯祈求(1) 徒8:24;
8) 我們⋯祈求(1) 帖前3:10;
9) 禱告(1) 徒10:2;
10) 禱告完了(1) 徒4:31;
11) 請問(1) 徒8:34;
12) 我祈望(1) 林後10:2;
13) 我勸(1) 加4:12

Léxico de magia

pedir, suplicar a Helios σὲ ἐπικαλοῦμαι, προπάτωρ, καὶ δέομαι σου, αἰωναῖε, αἰωνακ<τ>ινοκράτωρ te invoco a ti, primer padre, y te suplico, eterno, eterno dominador de los rayos P I 200 δέομαι, κύριε, πρόσδεξαί μου τήνδε ἀξίωσιν te pido, señor, que acojas esta petición mía P III 586 δέομαι, δέσποτα Ἥλιε, ἐπάκουσόν μου τοῦ δεῖνα te suplico, soberano Helios, escúchame a mí, fulano P IV 1946 δέομαι, κύριε, μὴ σφαλῆναι te suplico, señor, que no fracase P XXXVI 221 a Hermes δέομαι, κύριε, ἵλεως μοι γενοῦ καὶ ἀψευδῶς μοι φανεὶς χρημάτισον te suplico, señor, sé propicio conmigo y mostrándote a mí vaticíname sin engaño P V 420 a la Osa ἐντυ<γ>χάνω σοι, δεόμενος καὶ ἱκετεύων, ὅπως ποιήσῃς τὸ δεῖνα apelo a ti, pidiendo y suplicando, para que me hagas esto P VII 690 a entidades no concretas δέομαι ὑμῶν ... φανῆναι τῷ παιδὶ τούτῳ τὸ φῶς καὶ τὸν ἥλιον os pido que se manifiesten a este muchacho la luz y el sol P VII 546 πάντως δέομαι, ἱκετεύω, δοῦλος ὑμέτερος καὶ τεθρονισμένος ὑμῖν os pido, os suplico, yo, esclavo vuestro y por vosotros consagrado P VII 746 διὸ δέομαι· ἔλθατε μοι συνεργοί, ὅτι μέλλω ἐπικαλεῖσθαι τὸ κρυπτὸν καὶ ἄρρητον ὄνομα por ello os suplico, venid a mí como colaboradores, porque voy a invocar el oculto e inefable nombre P XII 236 εἰσέλθοντος δὲ τοῦ θεοῦ μὴ ἐνατένιζε τῇ ὄψει, ἀλλὰ τοῖς ποσὶ βλέπε ἅμα δεόμενος cuando el dios se acerque no lo mires fijamente al rostro, más bien mira a sus pies al tiempo que haces la súplica P XIII 705

Lexicon Thucydideum

indigere, to lack, need, 1.40.2, 1.81.2, 1.120.2, 3.84.3, 4.21.3, 4.69.2, 5.38.1, 6.13.2, 6.20.2, 6.78.4. 7.28.1, 8.33.1, 8.37.3,
supervacaneum habere, to consider superfluous, 4.130.4, 8.43.4, 8.48.4, —
orare, rogare, to entreat, ask, 1.24.6, 1.24.7, 1.25.2. 1.26.3, 1.27.2, [vulgo commonly ξυμπροπέμψαι]. Ibid. in the same place 1.32.1,
Ibid. in the same place 1.27.4, 1.27.5. 1.33.2, 1.34.3. 1.35.3, 1.75.2, 1.119.1, 1.136.2, 3.10.1,
item likewise 3.55.1. 3.10.3. 3.92.3, 4.2.4, 4.57.2. 5.32.5, 5.32.6. 5.36.2, [alii leg. others read παραδῶσι, cf. Popp. adn. compare Poppo's note]. 5.37.3, 5.37.4, 5.39.2, 5.46.4. 5.50.5, 5.61.1. 5.82.3. 6.6.2, 6.8.1, 6.12.1, 6.19.1, 6.34.3, 6.80.3, 6.86.5. 6.87.5. 6.88.10, 7.32.63, 7.3.1, 8.45.4.