κατάμομφος

Revision as of 20:00, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

English (LSJ)

ον,

   A liable to blame, inauspicious, A.Ag.145 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1364] dem Tadel unterworfen, tadelhaft, φάσματα Aesch. Ag. 143.

Greek (Liddell-Scott)

κατάμομφος: -ον, κατάμεμπτος, ἄξιος μομφῆς, δυσοίωνος, κατάμομφα φάσματα Αἰσχύλ. Ἀγ. 145.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
blâmable ; fâcheux.
Étymologie: κατά, μέμφομαι.