κατοιμώζω
English (LSJ)
A bewail, lament, E.Andr.1159.
German (Pape)
[Seite 1403] (s. οἰμώζω), bejammern, beklagen, κατοιμῶξαι γόοις Eur. Andr. 1160.
Greek (Liddell-Scott)
κατοιμώζω: θρηνῶ, στενάζω, Εὐρ. Ἀνδρ. 1159.
A bewail, lament, E.Andr.1159.
[Seite 1403] (s. οἰμώζω), bejammern, beklagen, κατοιμῶξαι γόοις Eur. Andr. 1160.
κατοιμώζω: θρηνῶ, στενάζω, Εὐρ. Ἀνδρ. 1159.