οἰμώζω

From LSJ

καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰμώζω Medium diacritics: οἰμώζω Low diacritics: οιμώζω Capitals: ΟΙΜΩΖΩ
Transliteration A: oimṓzō Transliteration B: oimōzō Transliteration C: oimozo Beta Code: oi)mw/zw

English (LSJ)

Hom.Epigr. 14.20, Tyrt.7, Ar.Ra.257, etc.: impf.
A ᾤμωζον Id.Lys.516: fut. οἰμώξομαι Eup.305, Ar.Pl.111, X.HG2.3.56, etc.; later οἰμώξω Plu. 2.182d, AP5.301.2 (Agath.): aor. ᾤμωξα Hom. (v. infr.):—Pass., v. infr. ΙΙ. (From οἴμοι, as οἴζω from οἴ):—wail aloud, lament, ᾤμωξέν τε καὶ ὣ πεπλήγετο μηρώ Il.12.162, etc.; οἰ. σμερδαλέον, ἐλεεινά, 18.35, 22.408; ἦ κε μέγ' οἰμώξειε γέρων ἱππηλάτα Πηλεύς 7.125, cf. Hdt.7.159; of a wounded man, οἰμώξας πέσεν Od.18.398; γνὺξ δ' ἔριπ' οἰμώξας Il.5.68; στυγνὸν οἰμώξας S.Ant.1226: c. acc. cogn., Τελαμῶνος οἰ. μέλη Theopomp.Com.64.
2 in familiar Att., οἴμωζε, as a curse, plague take you! Ar.Ach.1035; οἰμώζετε Id.Ra.257; οἰμώξἄρα σύ Id.Pl.876; οἰμώξεσθ' ἄρα Id.Nu.217; οἰμώζειν λέγω σοι Id.Pl.58, cf. Luc.Gall.23; οὐκ οἰμώξεται; Ar.Ra.178, cf. X.HG2.3.56, Men.Epit.428; οἰμώζων καθεδεῖται Ar.Ach.840; οἴμωζε μεγάλα Id.Av.1503; οἰμώξει μακρά Id.Pl.111, Men.Epit.528; κολάκων οἰμωξομένων Ar.V.1033; πονηροῦ σοφιστοῦ καὶ οἰμωξομένου D.35.40; ἐᾶν οἰμώζειν 'let go hang', PCair.Zen.44.8 (iii B. C.).
II trans., pity, bewail, c. acc., Tyrt.7, A.Ch.8, S.El.788, E.Hipp.1405, El.248:—Pass., οἰμωχθείς = bewailed, Thgn. 1204; ᾠμωγμένον κάρα E.Ba. 1285.

French (Bailly abrégé)

impf. ᾤμωζον, f. οἰμώξομαι, postér. οἰμώξω, ao. ᾤμωξα, pf. inus.
Pass. inus. au prés. et au f. ; ao. ᾠμώχθην, pf. ᾤμωγμαι;
1 se lamenter ; pleurer, regretter, se repentir, d'où les locut. οἰμώζειν λέγω σοι AR je ne te souhaite que du mal ; οἰμώξει μακρά AR tu te lamenteras longtemps, càd tu t'en repentiras longuement ; οἰμώξεται ὃς ἂν ἐμοὶ προσαγάγῃ τὰς χεῖρας PLUT malheur à qui portera les mains sur moi !;
2 tr. pleurer, acc..
Étymologie: οἰμωγή ; cf. αἰάζω.

German (Pape)

(οἴμοι), fut. οἰμώξομαι, das act. οἰμώξω nur Orac.Sib., eigtl. weh mir rufen, wehklagen, jammern; Hom. hat nur den aor. ᾤμωξεν, Il. 3.364 und öfter; σμερδαλέον, 15.397, ἐλεεινά, 22.408; ἐπιγνοὺς ἔργον οὐ καταίσιον ᾤμωξεν, Aesch. Ag. 1581; ἰδὼν δ' ὁ παῖς ᾤμωξεν, Soph. Trach. 928; – c. acc., beklagen; νῦν οἰμῶξαι πάρα τὴν σὴν ξυμφοράν, Soph. El. 778; so Eur. ᾤμωξα τόλμαν, I.T. 862, ἀδελφόν, El. 248; pass., οἰμωχθείς, betrauert, Theogn. 1204; – μακρά, μεγάλα, Ar. Plut. 111, Av. 1503; – οἴμωζε, eine gewöhnliche Verwünschungsformel, wie geh' zum Henker ! Ach. 999, Plut. 876; οἰμώζετε, Ran. 256; so οἰμώζειν λέγω σοι, Plut. 58; οὐκ οἰμώξεται; wird er nicht Prügel bekommen ? Ran. 178; κεφαλαὶ κολάκων οἰμωξομένων, Vesp. 1033; ὅτι οἰμώξοιτο, εἰ μὴ σιωπήσειεν, Xen. Hell. 2.3.24; Sp., οἰμώζειν αὐτοῖς παρ' ἐμοῦ λέγε, Luc. Mort.D. 1.2, ἐπὶ τῷ τραύματι, 14.5.

Russian (Dvoretsky)

οἰμώζω: (fut. οἰμώξομαι - Plut. тж. οἰμώξω, aor. ᾤμωξα)
1 горестно кричать, вопить, рыдать (μέγ᾽ οἰμώξειε γέρων Πηλεύς Hom.): οἰμώξεται ὃς ἂν ἐμοὶ προσαγάγῃ τὰς χεῖρας Plut. горе тому, кто поднимет на меня руку; οἰ. αὐτοῖς λέγε! Luc. да ну их совсем!; οἴμωζε! бран. Arph. ах, чтоб тебя! или заплачешь ты (у меня)!, т. е. я тебе задам!;
2 оплакивать (ἀδελφόν Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

οἰμώζω: Τυρταῖος 5, Ἀριστοφ., Λουκ.: μέλλ. οἰμώξομαι Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 8, Ἀριστοφ., Ξεν., κλ.· (τὸ μόνον μέρος τοῦ ῥήματος τὸ ἐν χρήσει ἐν τῇ δοκίμῳ Ἀττικῇ πεζογραφίᾳ), μεταγεν. οἰμώξω, Πλούτ. 2. 182D, Ἀνθ. Π. 5. 302, Χρησμ. Σιβ.: ἀόρ. ᾤμωξα, ὁ μόνος ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. τύπος. - Παθ., ἴδε κατωτ. ΙΙ. (Ἐκ τοῦ οἴμοι, ὡς τὸ οἴζω, ἐκ τοῦ οἴ, αἰάζω ἐκ τοῦ αἴ, φεύζω, ἐκ τοῦ φεῦ· πρβλ. τὸ Γερμ. ächzen ἐκ τοῦ ach!). - Κλαίω μεγαλοφώνως, θρηνῶ, ὀδύρομαι, συχν. παρ’ Ὁμ. (μάλιστα ἐν τῇ Ἰλ.), καὶ τοῖς Τραγ.· ᾤμωξέν τε καὶ ὥ πεπλήγετο μηρὼ Ἰλ. Μ. 162, κτλ.· ᾤμ. σμερδαλέον, ἐλεεινὰ Σ. 35., Χ. 408· ἦ κε μέγ’ οἰμώξειε γέρων ἱππηλάτα Πηλεὺς Η. 125, πρβλ. Ἡρόδ. 7. 159· ἐπὶ τετραυματισμένου, οἰμώξας πέσεν Ὀδ. Σ. 398· γνὺξ δ’ ἔριπ’ οἰμώξας Ἰλ. Ε. 68· στυγνὸν οἰμώξας Σοφ. Ἀντ. 1226· - μετὰ συστοίχου αἰτ., Τελαμῶνος οἰμώζοντες ἀλλήλοις μέλη Θεόπομπ. Κωμικ. ἐν Ἀδήλ. 2. 2) κατὰ τὸ Ἀττ. καθωμιλημένον ὕφος, οἴμωζε, ἐπὶ κατάρας, «σκάσε», «νὰ χαθῇς», «νὰ πλαντάξῃς», Λατ. abeas in malam rem, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1035, πρβλ. Πλ. 876· οἰμώζετε ὁ αὐτ. ἐν Βατρ. 257· οἰμώξεσθ’ ἄρα ὁ αὐτ. ἐν Νεφ. 219· οἰμώζειν λέγω σοι ὁ αὐτ. ἐν Πλ. 58· οὕτως, οὐκ οἰμώξεται; ὁ αὐτ. ἐν Βατρ. 178, πρβλ. Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 56· οἰμώζων καθεδεῖται Ἀριστοφ. Ἀχ. 840· οἴμωζε μεγάλα ὁ αὐτ. ἐν Ὄρν. 1503· οἰμώξει μακρὰ ὁ αὐτ. ἐν Πλ. 111· κολάκων οἰμωξομένων ὁ αὐτ. ἐν Σφ. 1033· πενιχροῦ ... σοφιστοῦ καὶ οἰμωξομένου Δημ. 938. 1· πρβλ. ἀποφθείρω ἐν τέλει. ΙΙ. μεταβατ., λυποῦμαι, οἰκτείρω, θρηνῶ τινα, μετ’ αἰτ., Τυρταῖ. 5. Αἰσχύλ. Χο. 8 (ἔκδ. Δινδ. 1868), Σοφ. Ἠλ. 788, Εὐρ. Ἱππ. 1405, Ἠλ. 248· ἐντεῦθεν ἐν τῷ παθ. τύπῳ, οἰμωχθείς, θρηνηθείς, Θέογν. 1204· ᾠμωγμένον κάρα Εὐρ. Βάκχ. 1286.

English (Autenrieth)

(οἴμοι, ‘woe me!’), aor. ᾤμωξα, part. οἰμώξᾶς: cry out in grief (or pain), lament, ἐλεεινά, σμερδαλέον, μέγα.

Greek Monolingual

οἰμώζω)
κλαίω γοερά, θρηνώ, οδύρομαι («ᾤμωξέν τε καὶ ὣ πεπλήγετο μηρώ», Ομ. Ιλ.)
αρχ.
1. (για τραυματία) βογγώ, στενάζω
2. λυπάμαι κάποιον, οικτίρω
3. (συν. στην προστ. οἴμωζε και σε άλλους τ. ως τυπική λαϊκή έκφραση για κατάρα) γκρεμίσου, σκάσε, πλάνταξε, βούλωσέ το («οἴμωζε μεγάλα», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιφών. οἴμοι (πρβλ. αἰαῖ: αἰάζω)].

Greek Monotonic

οἰμώζω: μέλ. -ξομαι· μεταγεν. οἰμώξω· αόρ. αʹ ᾤμωξα (οἴμι
I. 1. θρηνώ γοερά, θρηνολογώ, οδύρομαι, σε Όμηρ., Τραγ.
2. στην καθομιλουμένη Αττ. το οἴμωζε αποτελεί κατάρα, σκάσε! να σε βρει πανούκλα που να πλαντάξεις!, Λατ. abeas in malam rem, σε Αριστοφ.· οἰμώζεται, στον ίδ.· οἰμώξεσθ' ἄρα, στον ίδ.· οἰμώζειν λέγω σοι, στον ίδ.· ομοίως, οὐκ οἰμώξεται; στον ίδ.
II. μτβ., συμπονώ, θρηνώ, με αιτ., σε Τυρτ., Τραγ. — Παθ., οἰμωχθείς, θρηνολογημένος, σε Θέογν.· ᾠμωγμένος, σε Ευρ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: to wail loudly, to cry, to lament,
Other forms: aor. οἰμῶξαι (Il.), fut. οἰμώξ-ομαι (Att.), (Plu., AP).
Compounds: Also with ἀν-, ἀπ- etc.
Derivatives: οἰμωγ-ή f. (Il.; Chantraine Form. 401, Porzig Satzinhalte 189), -μα n. (A., E), -μός m. (S.); privative adj. ἀν-οίμωκ-τος not wailed for, adv. ἀν-οιμωκ-τί (-τεί) without lamentation = 'unpunished' (S.).
Origin: ONOM [onomatopoia, and other elementary formations].
Etymology: Innovaion οἰμώττω id. (Lib.; on οἰμῶξ-αι Debrunner IF 21, 248; cf. Schwyzer 733). -- From the interj. οἴμοι (οἴ μοι) woe me verbalised (Schwyzer 716). -- Cf. ὀϊζύς and οἶκτος.

Middle Liddell

οἴμοι
I. to wail aloud, lament, Hom., Trag.
2. in familiar Attic, οἴμωζε is a curse, plague take you, go howl! Lat. abeas in malam rem, Ar.; οἰμώζετε Ar.; οἰμώξεσθ' ἄρα Ar.; οἰμώζειν λέγω σοι Ar.; so, οὐκ οἰμώξεται; Ar.
II. trans. to pity, bewail, c. acc., Tyrtae., Trag.: Pass., οἰμωχθείς bewailed, Theogn.; ὠιμωγμένος Eur.

Frisk Etymology German

οἰμώζω: (nachhom.),
{oimṓzō}
Forms: Aor. οἰμῶξαι (seit Il.), Fut. οἰμώξομαι (att. usw.), -ω (Plu., AP),
Grammar: v.
Meaning: laut wehklagen, jammern, klagen.
Composita: auch mit ἀν-, ἀπ- usw.,
Derivative: Davon οἰμωγή f. (seit Il.; Chantraine Form. 401, Porzig Satzinhalte 189), -μα n. (A., E), -μός m. (S.); privatives Adj. ἀνοίμωκτος unbeklagt, Adv. ἀνοιμωκτί (-τεί) ohne Jammer = ’unbestraft’ (S.).
Etymology: Neubildung οἰμώττω ib. (Lib.; zu οἰμῶξαι u.a., Debrunner IF 21, 248; vgl. Schwyzer 733). — Aus der Interj. οἴμοι (οἴ μοι) weh mir verbalisiert (Schwyzer 716). — Vgl. ὀϊζύς und οἶκτος.
Page 2,363-364

Mantoulidis Etymological

(=θρηνῶ, ὀδύρομαι). Ἀπό τό ἐπιφώνημα οἴμοι (οἴ + μοι = ἀλίμονό μου). Θέμα οἰμωγ + j + ω → οἰμώζω.
Παράγωγα: οἰμωγή, οἴμωγμα, οἰμωγμός, οἰμωκτεί (=μέ θρῆνο), οἰμωκτικός, οἰμωκτός (=ἀξιολύπητος), ἀνοίμωκτος, οἴμωξις.