κερδητικός
English (LSJ)
ή, όν,
A greedy of gain, Gloss.
German (Pape)
[Seite 1423] gewinnsüchtig.
Greek (Liddell-Scott)
κερδητικός: -ή, -όν, ἀπλήστως ἐπιδιώκων τὸ κέρδος, Λατ. lucrosus, Γλωσσ.
ή, όν,
A greedy of gain, Gloss.
[Seite 1423] gewinnsüchtig.
κερδητικός: -ή, -όν, ἀπλήστως ἐπιδιώκων τὸ κέρδος, Λατ. lucrosus, Γλωσσ.