κερδητικός

From LSJ

Γράμματα μαθεῖν δεῖ καὶ μαθόντα νοῦν ἔχειν → Prudentia opus est, ubi didiceris litteras → Das Lesen lerne, Schreiben, und dann aufgepasst

Menander, Monostichoi, 96
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κερδητικός Medium diacritics: κερδητικός Low diacritics: κερδητικός Capitals: ΚΕΡΔΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: kerdētikós Transliteration B: kerdētikos Transliteration C: kerditikos Beta Code: kerdhtiko/s

English (LSJ)

κερδητική, κερδητικόν, greedy of gain, Glossaria.

German (Pape)

[Seite 1423] gewinnsüchtig.

Greek (Liddell-Scott)

κερδητικός: -ή, -όν, ἀπλήστως ἐπιδιώκων τὸ κέρδος, Λατ. lucrosus, Γλωσσ.

Greek Monolingual

κερδητικός, -ή, -όν (Α) κερδαίνω
αυτός που επιδιώκει το κέρδος με απληστία, φιλοκερδής.