κίκινος
English (LSJ)
η, ον,
A made from the κίκι-tree, ἔλαιον Dsc.1.32, Gal.11.870.
German (Pape)
[Seite 1437] vom Wunderbaume gemacht, ἔλαιον, Ricinusöl, Diosc. u. a. Medic.
Greek (Liddell-Scott)
κίκῐνος: -η, -ον, παρασκευαζόμενος ἐκ τοῦ δένδρου κίκι. ἔλαιον Διοσκ. 1. 38, Γαλην.