κίλλουρος
English (LSJ)
ὁ,
A wagtail, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1438] ὁ, Wackelschwanz, Bebsterz, ein Vogel wie die Bachstelze, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
κίλλουρος: ὁ, τὸ πτηνὸν σεισοπυγὶς (πρβλ. κίγκλος), Ἡσύχ.
ὁ,
A wagtail, Hsch.
[Seite 1438] ὁ, Wackelschwanz, Bebsterz, ein Vogel wie die Bachstelze, Hesych.
κίλλουρος: ὁ, τὸ πτηνὸν σεισοπυγὶς (πρβλ. κίγκλος), Ἡσύχ.