κίγκλος

From LSJ

Γιγνώσκεις οὖν καὶ σὺ τὰ στρατηγικὰ ἔργα → Therefore you, too, know the works (i.e. job) of a general.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κίγκλος Medium diacritics: κίγκλος Low diacritics: κίγκλος Capitals: ΚΙΓΚΛΟΣ
Transliteration A: kínklos Transliteration B: kinklos Transliteration C: kigklos Beta Code: ki/gklos

English (LSJ)

ὁ, prob. dabchick, loon, little grebe, Podiceps ruficollis, Tachybaptus ruficollis, white-throated dipper, European dipper, dipper, Cinclus cinclus, Tringa subarquata, Tringa alpina, Ar.Fr.29, Autocr.1, Anaxandr.41.66, Arist.HA593b5: prov., κίγκλου πτωχότερος = poor as a church mouse, because it had no nest of its own, Men.221, cf. Ael.NA12.9:—Suid. has κίγκαλος, but κιγκάλους is unmetrical as a fish-name in Numen. ap. Ath.7.326a.

German (Pape)

[Seite 1436] ὁ, ein Wasservogel, der den Schwanz oft hin u. her bewegt, wie die Bachstelze; Arist. H. A. 8, 3. 9, 12; Ael. H. A. 12, 9; VLL. Sprichwörtlich κίγκλου πτωχότερος, weil man glaubte, dieser Vogel baue kein eigenes Nest, auch κιγκάλου πτωχότερος. – Bei Numen. Ath. VII, 326 a ist κίγκαλος od. nach Schweighäusers Verbesserung des Metrums wegen κίγκλος ein Fisch.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
merle d'eau, hochequeue, bergeronnette, oiseaux.
Étymologie: DELG formation populaire, cf. κίχλη.

Russian (Dvoretsky)

κίγκλος: ὁ предполож. водяной дрозд Arst.

Greek (Liddell-Scott)

κίγκλος: ὁ πτηνόν τι, κατά τινας εἶδος σεισοπυγίδος («σουσουράδας»)· ἀλλ’ ὁ Sundevall νομίζει ὅτι εἶναι ἡ Tringa subarquata, ἢ Tringa alpina· κ. πολύπλαγκτος Θέογν. 1257· πρβλ. Αὐτοκράτην ἐν «Τυμπανισταῖς» 1, Ἀναξανδρ. ἐν «Πρωτεσιλάῳ» 1. 66, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 12, 1· ― παροιμ., κίγκλου πτωχότερος, διότι ἐπιστεύετο ὅτι ὁ κίγκλος δὲν εἶχεν ἰδίαν φωλεάν, Μένανδρ. ἐν «Θαΐδι» 4. ― Ὁ Σουΐδ. μνημονεύει καὶ τύπον κίγκαλος. ― Πρβλ. ὡσαύτως τὰς λέξ. κίλλουρος, σεισοπυγίς.

Greek Monolingual

ὁ (Α κίγκλος)
1. μικρό πτηνό που κουνά συνεχώς την ουρά του, πιθ. είδος σουσουράδας («καὶ σχοίνιλος καὶ κίγκλος... πάντες δὲ οὗτοι τὸ οὐραῖον κινοῦσι», Αριστοτ.)
2. είδος σατυρικής ορχήσεως, κατά την οποία οι χορευτές έκαναν κωμικές κινήσεις κουνώντας τη μέση και τα οπίσθια τους
αρχ.
1. είδος ψαριού
2. παροιμ. «κίγκλου πτωχότερος» — πολύ φτωχό άτομο, γιατί πιστευόταν ότι ο κίγκλος δεν είχε δικιά του φωλιά (Μέν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται για τ. της λαϊκής γλώσσας. Η λ. πιθ. να προέρχεται από τ. κέγκλος, με τροπή του e σε i προ ερρίνου. Ο υποθετικός τ. κέγκλος συνδέθηκε με το αρχ. ινδ. caňcala- «κινητός, ασταθής», αλλ' η σύνδεση δεν φαίνεται να ευσταθεί επειδή caňcala < cal-cal-a με ανομοίωση. Έχει προταθεί και ανάλογη παραγωγή του κέγκλος < κέλ-κλ-ος, με ανομοίωση, οπότε η λ. θα μπορούσε να συνδεθεί με τα ρ. κέλλω, κέλομαι. Και η σύνδεση όμως αυτή παρουσιάζει σημασιολογικής φύσεως προβλήματα.
ΠΑΡ. αρχ. κιγκλίζω (II).
ΣΥΝΘ. αρχ. κιγκλοδάτης].

Greek Monotonic

κίγκλος: ὁ, πιθ., είδος πτηνού, σουσουράδα, σε Θέογν.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: dabchick, after H. ὄρνεον πυκνῶς την οὑρὰν κινοῦν (Com., Arist.; details in Thompson Birds s. v.); also as name of a fish (κίγκαλος, Numen. ap. Ath. 7, 326a), after the colour?; cf. Strömberg Fischnamen 116.
Compounds: As 1. member in κιγκλο-βάτας going like a dabchick (ῥυθμός, Ar. Fr. 140). - From it κιγκλίζω prop. "move like a d.", prob. with regard to the tail (cf. H. s. κίγκλος: κιγκλίζειν, ὅ ἐστι διασείεσθαι), change constantly (Thgn. 303; cf. on κιγκλίς), also with δια- (trans., Hp., Ar.) and ποτι- (midd., Theoc. 5, 117);
Derivatives: κίγκλισις (Hp.), -ισμός (Hp., Men.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: The variation (κί(γ)χλος, κίγκαλος, κέγκλος etc.) point to a popular name. No convincing explanation. Not with Fritzsche Curtius' Stud. 6, 315f. as *κέγκλος (with ε > ι before nasal; Schwyzer 275) to Skt. cañcala- movable, uncertain, as this word rather come from *cal-cal-a- (with dissimilation) and belongs to cálati = cárati move (s. πέλομαι), which cannot be combined with *κέγκλος > κίγκλος. - The prenasalization shows that the word is Pre-Greek.

Middle Liddell

κίγκλος, ὁ,
prob. a kind of wagtail, Theogn.

Frisk Etymology German

κίγκλος: {kígklos}
Grammar: m.
Meaning: Bachstelze, nach H. ὄρνεον πυκνῶς τὴν οὐρὰν κινοῦν]] (Kom., Arist. u. a.; Einzelheiten bei Thompson Birds s. v.), auch als N. eines Fisches (κίγκαλος, Numen. ap. Ath. 7, 326a), nach der Farbe?; vgl. Strömberg Fischnamen 116.
Composita: Als Vorderglied in κιγκλοβάτας wie eine Bachstelze gehend (ῥυθμός, Ar. Fr. 140). — Davon κιγκλίζω eig. "sich wie eine Bachstelze bewegen", wohl zunächst mit Beziehung auf den Schwanz (vgl. H. s. κίγκλος: κιγκλίζειν, ὅ ἐστι διασείεσθαι), schwanken, unstet sein (Thgn. 303; vgl. zu κιγκλίς), auch mit δια- (trans., Hp., Ar.) und ποτι- (Med., Theok. 5, 117);
Derivative: Ableitungen κίγκλισις (Hp.), -ισμός (Hp., Men.).
Etymology: Schon die wechselnden Formen der Überlieferung (κί(γ)χλος, κίγκαλος, κέγκλος usw.) deuten darauf hin, daß κίγκλος eine volkstümliche Benennung ohne feste literarische Tradition ist. Eine überzeugende Erklärung steht noch aus. Nicht mit Fritzsche Curtius' Stud. 6, 315f. als *κέγκλος (mit ε > ι vor Nasal; Schwyzer 275) zu aind. cañcala- beweglich, unstet, da dies Wort vielmehr für *cal-cal-a- (mit Dissimilation) steht und zu cálati = cárati sich bewegen (s. πέλομαι) gehört, sich also mit *κέγκλος > κίγκλος nicht vereinigen läßt (vgl. WP. 1, 401f.). Auch κίγκλος ließe sich natürlich auf *κέλκλος zurückführen, wodurch Anschluß an κέλλω, κέλομαι formal möglich wäre; semantisch ist aber diese Etymologie (trotz κλόνος, κλόνις) nicht befriedigend.
Page 1,849