κλινάς

From LSJ
Revision as of 11:14, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_4)

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501

German (Pape)

[Seite 1453] άδος, ἡ, das Tischlager, -polster, Euseb.

Greek (Liddell-Scott)

κλινάς: -άδος, ἡ, προσκεφάλαιον ἐπὶ ἀνακλίντρου, Εὐσ. Βίος Κωνστ. 3. 15.