κομψευτικός
From LSJ
μαλθακωτέρα πέπονος σικύου → softer than a ripe melon
Greek (Liddell-Scott)
κομψευτικός: -ή, -όν, ἔχων κλίσιν πρὸς κομψείαν, κομψευόμενος, Νικήτ. Χρον. 234D.
μαλθακωτέρα πέπονος σικύου → softer than a ripe melon
κομψευτικός: -ή, -όν, ἔχων κλίσιν πρὸς κομψείαν, κομψευόμενος, Νικήτ. Χρον. 234D.