A v. κονίω. II κονίζειν, name of a garment, dub. in Hsch. s.v. διακονίς. κόνικλος, v. κύνικλος.
[Seite 1481] = κονίω, w. m. s.
κονίζω: ἴδε ἐν λ. κονίω.