ον,
A with hard ground or soil, οὖδας Od.23.46.
κρᾰταίπεδος: -ον, ἔχων τραχύ, σκληρὸν ἔδαφος, κραταίπεδον οὖδας, «λιθόστρωτον ἔδαφος» (Σχόλ), Ὀδ. Ψ. 46.
ος, ον :au sol ferme.Étymologie: κραταιός, πέδον.
(πέδον): with strong (hard) footing or surface, Od. 23.46†.