Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
Menander, Monostichoi, 560Greek (Liddell-Scott)
κῠδωνέα: καὶ κῠδωνία, ἡ, δένδρον φέρον κυδώνια, «κυδωνιά», Γεωπ. 4. 1, 12.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
cognassier arbre.
Étymologie: Κυδώνιος.