μηχάνημα

Revision as of 20:03, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

English (LSJ)

ατος, τό, = foreg.,

   A machine, Hp.Art.42; mechanical device, Arist.Mech.848a36; esp. engine of war, used in sieges, mostly in pl., D.18.87, Plb.1.48.2, Plu.Marc.14, etc.    II subtle contrivance, freq. in Trag., as A.Pr.469,989; of the robe in which Agamemnon was entangled, Id.Ch.981; λόγου μ. ποικίλον S. OC762; τὰ Ἥρας μ. E.HF855; οὐδενὶ μηχανήματιοὐδ' ἀπάτῃ Antipho 5.22; τὰ πρὸς τοὺς πολεμίους μ. X.Cyr.1.6.38; πρὸς τὸ μέγεθος τῆς ἀρχῆς ib. 8.6.17; μ. εἰς τὸ πείθεσθαι τοῖς νόμοις Id.Lac.8.5; δεῖ μηχανήματός τινος ὅπως τὰ . . χρήμαθ' ἕξω Ar.Ec.872.

German (Pape)

[Seite 181] τό, das künstlich Bereitete, Ersonnene, der Kunstgriff; τοιαῦτα μηχανήματ' ἐξευρών, Aesch. Prom. 467; λαβοῦσα μηχανήματα, Ag. 1098; Soph. O. C. 766; τὰ Ἥρας καλὰ μηχανήματα, Eur. Herc. fur. 855; Ar. Eccl. 1, 72; τὰ πρὸς τοὺς πολεμίους μ., Xen. Cyr. 1, 6, 32. – Belagerungsmaschinen, Pol. 1, 48, 2.

Greek (Liddell-Scott)

μηχάνημα: τό, = μηχανή, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 808· μάλιστα πολεμικὴ μηχανὴ ἐν χρήσει ἐν πολιορκίαις, Δημ. 254. 28, Πολύβ. 1. 48, 2. ΙΙ. εὐφυὴς ἐπίνοια, εὐφυὲς ἔργον, Τραγ., ὡς Αἰσχύλ. Πρ. 469, 989· ἐπὶ τοῦ συνερραμένου χιτῶνος ὃν ἔρριψεν ἐπὶ τοῦ Ἀγαμέμνονος ἡ Κλυταιμνήστρα ἐν τῷ βαλανείῳ (πρβλ. μελάγκερως), ὁ αὐτ. ἐν Χο. 981· λόγου μ. ποικίλον Σοφ. Ο. Κ. 796· οὐδενὶ μηχανήματι οὐδ’ ἀπάτῃ Ἀντιφῶν 132. 6· τὰ πρός τινα μ. Ξεν. Κύρ. 1. 6, 38, πρβλ. 8. 6, 17· μ. εἰς τὸ πείθεσθαι ὁ αὐτ. Λακ. 8, 5· μ., ὅπως τά... χρήμαθ’ ἔξω Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 872.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 invention ingénieuse;
2 engin, machine, mécanisme, particul. machine de guerre;
3 moyen, expédient ; en mauv. part ruse, artifice, machination.
Étymologie: μηχανάω.