ὅπως
Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück
English (LSJ)
Ep. also and Aeol. ὅππως, Ion. ὅκως, Dor. ὁπῶς acc. to A.D.Adv.173.11: correlat. to ὡς and πῶς.
A ADV. OF MANNER, Relat. as, in such manner as, and with interrog. force how, in what manner, rarely indef., v. infr. A. V.
B FINAL CONJUNCTION, in such a manner that, in order that.
A ADV. OF MANNER, how, as:
I Relat. to ὥς or οὕτως (like ὡς), in such manner as, as:
1 with the ordinary Constr. of the Relat.:
a with ind., ἦ τοι νόστον, ὅπως φρεσὶ σῇσι μενοινᾷς, ὥς τοι Ζεὺς τελέσειεν Od.15.111; οὕτως ὅ… S.Tr.330; ὧδ' ὅπως Id.El.1301; οὕτως ὅπως δύνανται Th.7.67: sometimes an analogous word replaces the antec. Adv., με τοῖον ἔθηκεν, ὅπως (for οἷον) ἐθέλει Od.16.208 : freq. without any antec. expressed, ἔλθοι ὅ… ἐθέλω (sc. αὐτὸν ἐλθεῖν) 14.172; ἔρξον ὅπως ἐθέλεις Il.4.37, Od.13.145; χρῶ ὅπως βούλει X.Cyr.8.3.46; ποίει ὅπως ἄριστόν σοι δοκεῖ εἶναι ib.4.5.50; ὅπως ἔχω as I am, on the spot, S. Ph.819.
b with fut. ind., esp. after Verbs of seeing, providing, taking care... in the manner in which, how, that, οἱ Περσικοὶ νόμοι ἐπιμέλονται ὅπως μὴ τοιοῦτοι ἔσονται οἱ πολῖται X.Cyr.1.2.3; ποιέειν ὅκως μηκέτι κεῖνος ἐς Ἕλληνας ἀπίξεται Hdt.5.23; ἐφρόντιζον ὅκως μὴ λείψομαι τῶν πρότερον γενομένων Id.7.8.ά, cf. Pl.Ap.29e; ἔπρασσον ὅπως τις βοήθεια ἥξει Th.3.4; τοῦτο μηχανᾶσθαι ὅπως ἀποφεύξεται πᾶν ποιῶν θάνατον Pl.Ap.39a; τούτου στοχαζόμενοι, ὅπως . . ἔσονται Id.Grg.502e (cf. infr.111.1 b, etc.): this fut. ind. may become opt. after a historical tense, ἐπεμελεῖτο ὅπως μήτε ἄσιτοι μήτε ἄποτοί ποτε ἔσοιντο X.Cyr.8.1.43, cf. HG7.5.3, Cyr.8.1.10, Oec.7.5, Ages.2.8; and ὅπως is freq. used interchangeably with such forms as δι' ὧν, ὅτῳ τρόπῳ, etc., εἰσηγοῦνται μὴ δι' ὧν . . ἀσκήσουσιν, ἀλλ' ὅπως . . δόξουσι Isoc.1.4, cf. Th.6.11: this sense easily passes into a final sense, so that, τοῦτο ἀπόβαλε οὕτω ὅκως μηκέτι ἥξει Hdt.3.40; οὕτω δ' (sc. ποίει) ὅπως μήτηρ σε μὴ 'πιγνώσεται S.El.1296, cf. Ar.Ra.905, X.Cyr.4.5.25, HG 2.4.17; v. infr. B.
2 with ἄν (Ep. κε) and subj. in indefinite sentences, in whatever way, just as, however, ὅππως κεν ἐθέλῃσιν Il.20.243 (but ὅπως ἐθέλῃσιν (without κε) Od.1.349, 6.189); οὕτως ὅκως ἂν καὶ δυνώμεθα Hdt.8.143; οὕτως ὅπως ἂν αὐτοὶ βούλωνται X.Cyr.1.1.2, cf. IG22.1.13 (v B. C.), Pl.Phd.116a, Smp.174b, etc.
b with opt. after historical tenses, οὕτως ὅπως τύχοιεν Th.8.95; ὅπως βούλοιντο X.HG 2.3.13; in a gnomic statement, εἰκῇ κράτιστον ζῆν ὅπως δύναιτό τις S. OT979 : when ἄν appears with the opt., it belongs to the Verb and not to ὅπως, ὅπως ἄν τις ὀνομάσαι τοῦτο however one might think fit to call it, D.13.4.
3 a very common phrase is οὐκ ἔστιν ὅπως (οὐκ ἔσθ' ὅπως) there is no way in which . ., it cannot be that, οὐκ ἔστι ὅκως κοτὲ σοὺς δέξονται λόγους Hdt.7.102, cf. Ar.Pl.18, D.18.208, al.; so οὐκ ἔστιν ὅπως οὐ, fieri non potest quin, οὐκ ἔσθ' ὅπως οὐ πιστὸν ἐξ ὑμῶν πτερὸν ἐξήγαγ' S.OC97, cf. Ar.Ach.116, Eq.426, Th.882, Pl.Ap.27e; οὐδαμῶς ὅπως οὐ, in answer, it must positively be so, Id.Tht.160d; so also οὐκ ἂν γένοιτο τοῦθ' ὅ… οὐ φανῶ S.OT1058; οὐ γὰρ γένοιτ' ἄν, ταῦθ' ὅπως οὐχ ὧδ' ἔχειν (anacoluth. for ἔχει or ἕξει) Id.Aj.378 : so in questions, ἔσθ' ὅ… ἔλθωμεν; Ar.V.471 (v.l. -οιμεν); ἔστιν οὖν ὅπως ὁ τοιοῦτος φιλοσοφήσει; Pl.R.495a, cf. Phdr.262b, Tht.154c : so, besides ind. of all tenses, οὐκ ἔσθ'ὅπως may be followed by opt. with ἄν, οὐ γάρ ἐσθ' ὅπως μί' ἡμέρα γένοιτ' ἂν ἡμέραι δύο Ar.Nu.1181, cf. V.212, Isoc.12.156, Pl.La.184c: by ind. with ἄν, οὐκ ἔστιν ὅπως ἂν . . κατέστησαν Isoc. 15.206, cf. D.33.28 : ἄν is omitted in οὐκ ἔσθ' ὅπως λέξαιμι A.Ag. 620, cf. E.Alc.52, Ar.V.471 (v.l. ἔλθωμεν).
4 in Trag., etc., like ὡς in comparisons, κῦμ' ὅπως A.Pr.1001; γῄτης ὅπως S.Tr.32, cf. 442,683; ὅπως δρῦν ὑλοτόμοι σχίζουσι κάρα Id.El.98 (anap.); ὅπως ἁ πάνδυρτος ἀηδών ib.1076 (lyr.), cf. Ph.777, E.Andr.1140; ὅκως τις καλλίης κάτω κύπτων Herod.3.41; so in Locr. Prose, ὅπω (ς) ξένον IG9(1).334.2 (V B.C.).
5 like ὡς or ὅτι, with Sup. of Advs., ὅπως ἄριστα A.Ag.600, IG12.44.8, etc.; ὅπως ἀνωτάτω as high up as possible, Ar.Pax207; in full, οὕτως ὅπως ἥδιστα (sc. ἔχει) S.Tr. 330.
6 with a gen. added, σοῦσθε ὅπως ποδῶν = run as you are off for feet, i.e. run as quick as you can, A.Supp.837 (lyr., where however should prob. be added); v. infr. 111.10, ἔχω (A) B. 11.2b.
7 sometimes of time, when, Τρῶες . . ὅπως ἴδον αἷμ' Ὀδυσῆος... ἐπ' αὐτῷ πάντες ἔβησαν Il.11.459, cf. 12.208, Od.3.373: freq. in Hdt. with opt., whenever, ὅκως μὲν εἴη ἐν τῇ γῇ καρπὸς ἁδρός 1.17, cf. 68,100, 162, 186, 2.13, 174, al.: in Trag. and Com., A.Pers.198, S.El.749, Tr.765, Ar.Nu. 60 : with Sup. of Advs., ὅπως πρῶτα as soon as, Hes.Th.156; ὅπως ὤκιστα Thgn.427; ὅπως τάχιστα A.Pr.230.
8 of place, where, dub. in Herod.3.75.
II ὅπως is sometimes used to introduce the substance of a statement, after Verbs of saying, thinking, or perceiving, that, how, λόγῳ ἀνάπεισον ὅκως . . Hdt.1.37; οὐδὲ φήσω ὅκως . . Id.2.49, cf. 3.115,116; τοῦτ' αὐτὸ μή μοι φράζ', ὅπως οὐκ εἶ κακός S.OT548, cf. Ant.223, Pl.Euthd.296e; after ἐλπίζειν, S.El.963, E.Heracl.1051; after Verbs of emotion, ἐμοὶ δ' ἄχος... ὅπως δὴ δηρὸν ἀποίχεται grief is mine, when I think how . . (i.e. that . .), Od.4.109, cf. S.Ph. 169 (lyr.); after θαυμάζω freq. in Att., θαυμάζω ὅπως ποτὲ ἐπείσθησαν Ἀθηναῖοι X.Mem.1.1.20, cf. Pl.Cri.43a.
2 οὐχ ὅ… ἀλλὰ or ἀλλὰ καὶ . . is not only not . . but . ., and is expld. by an ellipsis of λέγω or ἐρῶ (cf. ὅτι IV), οὐχ ὅπως κωλυταὶ . . γενήσεσθε, ἀλλὰ καὶ . . δύναμιν προσλαβεῖν περιόψεσθε not only will you not become... but you will also . ., Th.1.35, cf. X.HG5.4.34, D.6.9; οὐχ ὅπως ὑμῖν τῶν αὑτοῦ τι ἐπέδωκεν, ἀλλὰ τῶν ὑμετέρων πολλὰ ὑφῄρηται Lys.30.26; οὐχ ὅπως τούτων χάριν ἀπέδοσαν, ἀλλ' ἀπολιπόντες ὑμᾶς εἰς τὴν Λακεδαιμονίων συμμαχίαν εἰσῆλθον Isoc.14.27, cf. D.18.131, 53.13; οὐ γὰρ ὅπως... ἀλλὰ καὶ . . Id.21.11; οὔκουν ὅπως... ἀλλὰ . . X.Cyr.8.2.12; also οὐχ ὅ .... ἀλλ' οὐδέ... οὐχ ὅπως ἀδικοῦντες, ἀλλ' οὐδ' ἐπιδημοῦντες ἐφυγαδευόμεθα Id.HG2.4.14; οὐχ ὅπως τῆς κοινῆς ἐλευθερίας μετέχομεν, ἀλλ' οὐδὲ δουλείας μετρίας τυχεῖν ἠξιώθημεν Isoc.14.5; διμοιρίαν λαμβάνων ἐν ταῖς θοίναις οὐχ ὅπως ἀμφοτέραις ἐχρῆτο, ἀλλὰ διαπέμπων οὐδετέραν αὑτῷ κατέλειπε X.Ages.5.1; οὐχ ὅπως ζημιοῦν, ἀλλὰ μηδ' ἀτιμάζειν . . Th.3.42 : so sometimes μὴὅπως (where an imper. must be supplied), μὴ ὅπως ὀρχεῖσθαι ἀλλ' οὐδὲ ὀρθοῦσθαι ἐδύνασθε do not think that you could dance = so far from being able to dance, X.Cyr.1.3.10.
b οὐχὅπως rarely follows another clause, to say nothing of... let alone . ., πεπαύμεθ' ἡμεῖς, οὐχ ὅπως σε παύσομεν S.El.796; μηδ' ἐμπίδα, οὐχ ὅπως ταῦρον ἔτι ἄρασθαι δυνάμενος . . let alone a bull, Luc.Cont.8, cf. Prom.8, Pr.Im.7, Pisc. 31.
III in in direct questions, how, in what way or manner:
1 with ind.,
a ἔσπετε νῦν μοι ὅππως δὴ . . πῦρ ἔμπεσε νηυσίν Il.16.113; εἴπ' ἄγε μ' . . ὅππως τούσδ' ἵππους λάβετον 10.545; εὖ μοι κατάλεξον ὅπως ἤντησας Od.3.97; ὅπως ἠφανίσθη οὐδὲ λόγῳ εἰκότι δύνανται ἀποφαίνειν Antipho 5.26; Ἀλκιβιάδης ἀνήχθη . . ἐπὶ κατασκοπὴν . . τοῦ οἴκαδε κατάπλου ὅπως ἡ πόλις πρὸς αὐτὸν ἔχοι X.HG1.4.11; οὐδέ τί πω σάφα ἴδμεν ὅπως ἔσται τάδε ἔργα Il.2.252, etc.
b notably fut. after Verbs of deliberation (like the subj., v. infr. 2), φραζώμεθ' ὅπως ἔσται τάδε ἔργα 4.14; φράζευ ὅπως Δαναοῖσιν ἀλεξήσεις κακὸν ἦμαρ (v.l. ἀλεξήσῃς) 9.251, cf. Od.13.376, 386, 19.557, 20.29,39.
2 with deliberative subj. after Verbs of deliberation, taking care, and the like, λεύσσει ὅπως ὄχ' ἄριστα . . γένηται Il.3.110; ἐνόησεν (gnomic aor.) ὅππως κέρδος ἔῃ 10.225; ἀλλ' ἄγεθ' ἡμεῖς οἵδε περιφραζώμεθα πάντες νόστον ὅπως ἔλθῃσι Od.1.77, cf. 13.365; οὐκ οἶδ' ὅπως . . φῶ S.OT1367, cf. Aj.428, Lys.8.5, Pl.Men.91d; ἐπιμελητέον ὅπως τρέφωνται οἱ ἵπποι X.Eq.Mag.1.3, cf. Oec.7.36,37,9.14, 15.1, Pl.Grg. 515c.—sometimes the fut. and subj. are conjoined without difference of meaning, ἐπράττετο γὰρ... πρῶτον μὲν ὅπως μὴ περιμείνητε... δεύτερον δὲ ὅπως ψηφιε̄σθε... τρίτον δὲ ὅπως μὴ ἔσται Aeschin.3.65, cf. X. Ages.7.7, Mem.2.2.10.—On ὅπως ἄν (κεν), v. infr. 5.
3 with opt. after tenses of past time, τῶν ἀδῄλων ὅπως ἀποβήσοιτο ib.1.3.2, etc.: after Verbs of deliberation, being virtually orat. obliq., μερμήριξε . . Ἥρη ὅπως ἐξαπάφοιτο (orat. rect. πῶς ἐξαπάφωμαι;) Il.14.160; μερμήριζεν ὅπως ἀπολοίατο πᾶσαι νῆες Od.9.554, cf. 420; οὐ γὰρ εἴχομεν . . ὅπως δρῶντες καλῶς πράξαιμεν S.Ant.271; ἐπεμελήθημεν ὅπως ἐξαλειφθείη αὐτῷ τὰ ἁμαρτήματα Lys.6.39, cf. 13.32, X.Cyr.6.2.11.
4 with opt. and ἄν freq. expressing a wish, which in orat. rect. would be expressed by πῶς ἄν, σκόπει ὅπως ἂν ἀποθάνοιμεν ἀνδρικώτατα Ar.Eq.81 (v.l. ἀποθάνωμεν), cf. Nu.760; βουλευόμενοι ὅπως ἂν τὴν ἡγεμονίαν λάβοιεν τῆς Ἑλλάδος X.HG7.1.33, cf. Cyr.2.1.4; τῶν ἄλλων ἐπιμελεῖται ὅπως ἂν θηρῷεν (v.l. θηρῶσιν) ib.1.2.10: the opt. with ἄν and subj. sometimes appear in consecutive clauses, Id.HG3.2.1.
5 ὅπως ἄν (κεν) with the subj. is used after imper. or inf. used as imper., πείρα ὅπως κεν δὴ σὴν πατρίδα γαῖαν ἵκηαι Od.4.545; φράζεσθαι... ὅππως κε μνηστῆρας . . κτείνῃς 1.295; σκοπεῖτε... ὅπως ἂν ὑμῖν πρᾶγος εὖ νικᾷ τόδε A.Supp.233, etc.; φύλασσε . . ἔπειθ' ὅπως ἂν . . ἡ χάρις . . ἐξ ἁπλῆς διπλῆ φανῇ S.Tr.618, cf. E.IA539 : in Prose, ἐπιμεληθῆναι ὅπως ἂν . . X.Cyr.8.3.6, cf. Pl.Prt. 326a; μηχανᾶσθαι Id.Phdr.239b, Grg.481a, cf. Ar.Eq.917.
6 rarely c. inf., ἐπιμελήθητε προθύμως ὅπως διπλάσια . . σῖτα καὶ ποτὰ παρασκευασθῆναι X.Cyr.4.2.37 (v.l. -εσκευασμένα ᾖ), cf. Oec.7.29, HG6.2.32; so later ὅπως παρακολουθῆμεν (Dor. inf.) Supp.Epigr.1.170.18 (cf. p.138, Delph., ii B. C.); ὅπως . . ἔχειν, ὅπως . . εἴργεσθαι, D.S.20.4,85; ὅπως πέμπιν PTeb.315.30 (ii A. D.).
7 after Verbs of fear and caution, ὅπως and ὅπως μή are used with fut. ind. or aor. subj. :—the readings are freq. uncertain : the following (among others) are made certain either by the metre or the form,
a with fut. ind., δέδοιχ' ὅπως μὴ τεύξομαι Ar.Eq.112; παντὶ λόγῳ ἀντιτείνετε εὐλαβούμενοι ὅπως μὴ . . οἰχήσομαι Pl.Phd.91c; φόβος . . ἔστιν . . ὅπως μὴ αὖθις διασχισθησόμεθα Id.Smp.193a : sometimes the preceding Verb is omitted, ὅπως μὴ οὐκ . . ἔσομαι Id.Men.77a.
b with aor. subj., τὴν θεὸν δ' ὅπως λάθω δέδοικα E.IT995; φυλάττου, ὅπως μὴ εἰς τοὐναντίον ἔλθῃς X.Mem.3.6.16 : rarely with pres., οὐ φοβεῖ ὅπως μὴ ἀνόσιον πρᾶγμα τυγχάνῃς πράττων Pl.Euthphr.4e : sometimes the preceding Verb is omitted, with aor. subj., ὅκως μή τι ὑμῖν πανώλεθρον κακὸν ἐς τὴν χώρην ἐσβάλωσι Hdt.6.85 : with pres. subj., ὅπως μὴ . . ᾖ τοῦτο Pl.Cra. 430d.
c with opt. representing subj. after a historical tense, X.Mem.2.9.3.
8 this Constr. is used in admonitions or commands: in the orig. Constr. a Verb implying caution or circumspection precedes, ὅρα ὅκως μή σευ ἀποστήσονται Πέρσαι Hdt.3.36; ἄθρει . . ὅπως μὴ ἐκδύσεται Ar.V.141; τηρώμεσθ' ὅπως μὴ . . αἰσθήσεται ib.372 : but this came to be omitted, and ὅπως or ὅπως μή with fut. ind. or aor. subj. are exactly = the imper., ἔμβα χὤπως ἀρεῖς Id.Ra.378 (lyr.) : most freq. with fut. ind., ὅκως λόγον δώσεις τῶν μετεχείρισας χρημάτων, = δίδου λόγον, Hdt.3.142; ὅπως παρέσει μοι, = πάρισθι, Ar.Av. 131; ὅπως πετήσει Id.Pax77, cf. X.An.1.7.3, Lys.1.21, 12.50, Pl.Grg. 489a, etc.: rarely with I pers., ὁποῖα κισσὸς δρυός, ὅπως τῆσδ' ἕξομαι E.Hec.398, cf. Ar.Ec.297 (lyr.): very rarely with aor. subj., ὅπως μή τι ἡμᾶς σφήλῃ Pl.Euthd.296a codd.; ὅπως μὴ . . ἐξαπατήσῃ Id.Prt.313c; ὅπως μὴ ποιήσητε D.4.20 codd.—The codd. freq. vary, as between διδάξεις and διδάξῃς Ar.Nu.824; τιμωρήσονται and τιμωρήσωνται Th.1.56; πράξομεν and πράξωμεν ib.82; θορυβήσει and θορυβήσῃ D.13.14, etc.—Since the fut. is frequently, and the aor. (whether 1 or 2) rarely guaranteed by metre or form, the aor. 1 forms should prob. be rejected, both in signf. 7 and 8, in cases where codd. vary.
9 as the echo to a preceding πῶς; in dialogue, A καὶ πῶς; B ὅπως; [do you ask] how? Ar. Eq.128; A πῶς με χρὴ καλεῖν; B ὅπως; Id.Nu.677, cf. Pl.139.
10 with a gen. (v. supr. 1.6), οὐκ οἶδα παιδείας ὅπως ἔχει καὶ δικαιοσύνης in the matter of . ., Pl.Grg.470e, cf. R.389c.
IV in direct questions, how? ἔπραξας ὅπως; Jul.Ep.82p.106B.-C.; cf. ὅστις.
V indef., anyhow, τὸ οὐδ' ὅπως the expression 'not at all', Pl.Tht.183b (v.l. οὐδ' οὕτως).
B FINAL CONJUNCTION, that, in order that, the original notion of modality being merged in that of purpose or design, cf. ἵνα, with which it is sometimes interchanged, Antipho 1.23 and 24, And.3.14, Lycurg. 119 sq.:—in early Att. Inscrr. only ὅπως ἄν is used, IG12.39.19, al.; ὅπως without ἄν only once in cent. iv B. C., ib.22.226.42 (343 B.C.), after which it becomes gradually prevalent:
1 with subj.,
a after primary tenses, or after subj. or imper., τὸν δὲ μνηστῆρες . . λοχῶσιν, ὅπως ἀπὸ φῦλον ὄληται Od.14.181, cf. A.Ch.873, S.Ph.238, El.457, X.Mem.2.10.2, etc.
b after historical tenses (v. ἵνα B. 1.1b), when there is no pf. form, or when the aor. represents the pf., ξυνελέγημεν ἐνθάδε, ὅπως προμελετήσωμεν we were convened, i.e. we have met in assembly, Ar.Ec.117; παρήλθομεν... ὅπως μὴ χεῖρον βουλεύσησθε Th.1.73; also when the occurrence purposed is regarded from the point of view of the person purposing, ἦλθον πρεσβευσόμενοι, ὅπως μὴ σφίσι . . τὸ αὐτῶν [ναυτικὸν] ἐμπόδιον γένηται ib.31, cf. 57,65, etc.: sometimes the opt. and subj. appear in consecutive clauses, φρυκτοὺς παρεσκευασμένους ἐς αὐτὸ τοῦτο, ὅπως ἀσαφῆ τὰ σημεῖα . . ᾖ καὶ μὴ βοηθοῖεν Id.3.22, cf. 6.96, 7.17.
2 with opt. after historical tenses, πὰρ δέ οἱ αὐτὸς ἔστη, ὅπως . . κῆρας ἀλάλκοι Il.21.548; more freq. in Od., as 13.319, 14.312, 18.160, 22.472; so in S.OT1005, OC1305, X.Cyr.1.4.25, Pl.Ti.77e, etc.: after historical pres., πέμπει τούσδ' ὅπως κτείνοιεν A.Pers.450; ἡγεμόνα πέμπει ὅπως ἄγοι X.An.4.7.19 : after opt., ἔλθοι . . ὅπως γένοιτο A.Eu.297, cf. S.Aj.1221 (lyr.).
3 with ind.,
a of historical tenses, where the principal clause expresses an action or obligation unfulfilled, εἴθ' εἶχε φωνὴν ἔμφρον' ἀγγέλου δίκην, ὅπως δίφροντις οὖσα μὴ 'κινυσσόμην A.Ch.196, cf. S.El. 1134: rare in Prose, ἐδεξάμην ἃν . . φράσαι πρὸς ὑμᾶς... ὅ… προῄδετε And.2.21; τίς οὐκ ἂν . . ταῦτα ἐδήλωσεν, ὅ… ταῦτα ἠλέγχθη; D.36.20; οὐκοῦν ἐχρῆν σε Πηγάσου ζεῦξαι πτερόν, ὅπως ἐφαίνου τοῖς θεοῖς τραγικώτερος Ar.Pax 135; τί . . οὐκ ἔρριψ' ἐμαυτὴν . . ὅπως ἀπηλλάγην; A.Pr. 749.
b of fut., θέλγει, ὅπως Ἰθάκης ἐπιλήσεται (= φραζομένη ὅπως ἐ.) Od.1.57, cf. Il.1.136; [χρὴ] ἀναβιβάζειν ἐπὶ τὸν τροχὸν τοὺς ἀπογραφέντας, ὅπως μὴ πρότερον νὺξ ἔσται And.1.43; ἐμισθώσατο τοῦτον... ὅπως συνερεῖ D.19.316 : sometimes fut. ind. and aor. subj. are conjoined, σιγᾶθ', ὅπως μὴ πεύσεταί τις, ὦ τέκνα, γλώσσης χάριν δὲ πάντ' ἀπαγγείλῃ τάδε A. Ch.265.
II ὅπως c. subj. is sometimes used after Verbs of will and endeavour, instead of the inf., λίσσεσθαι . . ὅπως νημερτέα εἴπῃ Od.3.19; αἰτεῖσθαι ὅπως μὴ καταψηφίσησθε Antipho 1.12; δεήσεται... ὅπως δίκην μὴ δῷ ib.23; ὅπως μὴ ἀποθάνῃ ἠντεβόλει Lys.1.29; παρακελεύεσθε ὑμῖν αὐτοῖς ὅ… ἐξίητε Lycurg.127 (ἔξιτε Rehdantz): with ἄν, δεῖταί μου σφόδρα ὅπως ἂν οἰκουρῇ Ar.Ach.1060, cf. Hdt.2.126, 3.44; διεκελεύετο ὅπως ἂν . . ἐγγράφωσί με Is.7.27; so δεῖ σ' ὅπως δείξεις (for δεῖξαι), S.Aj. 556, may be expld. as ellipsis for δεῖ σ' ὁρᾶν (σκοπεῖν) ὅπως, cf. Id.Ph.55; δεῖ σ' ὅπως . . μηδὲν διοίσεις . . Cratin.108.
German (Pape)
[Seite 365] ep ὅππως, ion. ὅκως, correlat. zu πῶς; – 1) relativ u. indirect fragend, wie, aufwelche Weise, so wie; ἔσπετε νῦν μοι, ὅππως δὴ πρῶτον πῦρ ἔμπεσε, Il. 16, 113; φράζεο, ὅπως κε πόλιν σαώσεις, 17, 144; φράζευ, ὅπως μνηστῆρσιν ἀναιδέσι χεῖρας ἐφήσεις, Od. 13, 376; auch. entspricht οὕτως und ὥς, ὅπως φρεσὶ σῇσι μενοινᾷς, ὥς τοι Ζεὺς τελέσειεν, 15, 111; auch ein vorangehendes τοῖος, τοῖόν με ἔθηκεν, ὅπως ἐθέλει, also für οἷον, 16, 208; σεαυτὸν σῶζ' ὅπως ἐπίστασαι, Aesch. Prom. 374; οὐκ οἶδ', ὅπως ὑμῖν ἀπιστῆσαί με χρή, 643, neben ὅπῃ, 877; auch in Vergleichungen, ὀχλεῖς μάτην με, κῦμ' ὅπως, παρηγορῶν, 1003; εἰκῆ κράτιστον ζῆν, ὅπως δύναιτό τις, Soph. O. R. 979; dem οὕτως entsprechend, El. 1288; ὧδ' ὅπως καὶ σοὶ φίλον καὶ τοὐμὸν ἔσται τῇδε, 1293; ὅπως μολούμεθ' ἐς δόμους οὐκ ἔχω, O. C. 1739; – ὅπως ἔχω, wie ich gerade bin, ohne Vorbereitung, sogleich, Soph. Phil. 808; u. in Prosa, Thuc. 3, 20 (vgl. ἔχω); u. in indirecter Frage auch c. gen., οὐ γὰρ οἶδα, παιδείας ὅπως ἔχει καὶ δικαιοσύνης, Plat. Gorg. 470 e, vgl. Rep. III, 389 c IV, 421 c; ὅπως βούλεται, Prot. 336 b u. sonst. Außer dieser gewöhnlichsten Verbindung mit dem indic. wird es mit ἄν u. dem conj. verbunden, eine Bedingung für Gegenwart od. Zukunft auszudrücken, wie immer auch, quomodocunque; κατὰ τωὐτὸ ἰέναι πάντας, τῇ ἂν αὐτὸς ἐξηγέηται, ὅκως ἂν αὐτὸν ὁρέωσι σπουδῆς ἔχοντα, wie sie ihn immer würden eilen sehen, Her. 9, 66; ὅπως ἂν βούλησθε, Plat. Phaed. 115 c; ὅπως ἂν φῇ ἔχειν, Gorg. 481 d; λεκτέον, ὅπως ἂν ἡμῖν παρείκωσι θεοὶ νομοθετεῖν, so wie immer, so weit, Legg. XI, 934 c; Xen. Cyr. 5, 3, 9; – Hom. hat so auch den bloßen conj. ohne ἄν, Ζεὺς αἴτιος, ὅςτε δίδωσιν ἀνδράσιν ὅπως ἐθέλῃσιν, ἑκάστῳ, Od. 1, 349, wie 6, 189 Il. 10, 225. – In der indirecten Frage steht, nach vorangehendem Präsens oder Futurum, der conj. bes. nach ἔχω, οὐκ ἔχω, ὅπως σοι εἴπω, ὃ νοῶ, Plat. Euthyphr. 11 b; οὔτε γὰρ ὅπως βοηθῶ ἔχω, οὔτ' αὖ ὅπως μὴ βοηθήσω ἔχω, Rep. II, 368 b; – Hom. setzt nach κε hinzu, φράζεσθαί σε ἄνωγεν, ὅππως κεν νῆας σόῃς, er heißt dich überlegen, wie du etwa die Schiffe retten könnest, Il. 9, 681, vgl. 20, 243; so auch σὲ δὲ φράζεσθαι ἄνωγα, ὅππως κε μνηστῆρας ἀπώσεαι (conj. aor.), Od. 1, 270, vgl. ib. 295. – Nach einem Präteritum in der indirecten Rede der opt., ἀλλ' ἄρα μερμήριζεν, ὅπως ἀπολοίατο πᾶσαι νῆες, Od. 9, 554; αὐτὰρ ἐγὼ βούλευον, ὅπως ἐρέοιμι ἑκάστην, 11, 229, vgl. 15, 170. 203 Il. 18, 473. 21, 137. 24, 680; Soph. Ant. 271; ὥςτε οὔθ' ὅπως οὖν ὀργιζοίμην εἶχον, Plat. Conv. 219 d; ὅπη καὶ ὅπως εἰς τὸ σῶμα ἀφίκοιτο, οὐκ εἰδέναι, Rep. X, 621 b. – Sehr gewöhnlich ist aber auch in dieser indirecten Frage der ind., bes. fut., οὐδέ τί πω σάφα ἴδμεν, ὅπως ἔσται τάδε ἔργα, wir wissen nicht recht, wie die Dinge kommen werden, was daraus werden wird, Il. 2, 252 Od. 17, 78 u. öfter; φράζευ, ὅπως μνηστῆρσιν ἀναιδέσι χεῖρας ἐφήσεις, Od. 13, 376, vgl. 14, 329. 20, 29. 39 Il. 1, 136. 9, 251. 17, 144; δεῖ ὅπως τὰ τοῦ θεοῦ μαντεῖ' ἄριστα λύσομεν σκοπεῖν, Soph. O. R. 407, vgl. O. C. 1739; u. so in Prosa, βουλεύεται, ὅπως μήποτε ἔτι ἔσται ἐπὶ τῷ ἀδελφῷ, Xen. An. 1, 1, 4, u. sonst. – Auch der opt. potent. wird gesetzt, ὅτι οὐκ αὖ μανθάνεις, ὅπως ἂν ταῦτα γένοιτο, Plat. Rep. III, 393 d; τοῦτον τὸν μῦθον ὅπως ἂν πεισθεῖεν ἔχεις τινὰ μηχανήν, ibid. 415 c; ἐπυνθάνετο, ὅπως ἂν κάλλιστα πορευθείη, Xen. An. 3, 1, 7, vgl. 4, 3, 14. 5, 7, 7; ὅπως βουλευσόμεθα, ὅπως ἂν ἄριστα ἀγωνιζοίμεθα, Cyr. 2, 1, 4. – Direct fragend scheint es zu stehen, wenn man in Beziehung auf ein voranstehendes πῶς; die Antwort mit ὅπως; einleitet, πῶς με χρὴ καλεῖν; – ὅπως; τὴν καρδόπην, wie? (fargst du?) Ar. Nubb. 667, vgl. Equ. 1068 Plut. 139; so auch Plat. Hipp. mai. 292 c Legg. II, 662 a. – Besonders bemerke man noch folgende Verbindungen: οὐκ ἔσθ' ὅπως, es geht auf keine Weise, es ist durchaus unmöglich; οὐκ ἔσθ' ὅπως λέξαιμι, Aesch. Ag. 606; οὐκ ἔσθ' ὅπως ποτ' ἕξεις, Soph. Phil. 518, vgl. O. C. 1374 Ant. 329; ἐγὼ μὲν οὖν οὐκ ἔσθ' ὅπως σιγήσομαι, Ar. Plut. 18, u. sonst, wie Dem. 18, 208, οὐκ ἔστιν, οὐκ ἔστιν ὅπως ἡμάρτετε; – οὐκ ἔσθ' ὅπως οὐ, es ist unmöglich, daß nicht, d. i. es muß durchaus, fieri non potest quin, οὐ γὰρ ἔσθ' ὅπως ὅδ' οὐκ Ὀρέστης ἐστίν, der muß Orestes sein, Soph. El. 1471; οὐ γὰρ γένοιτ' ἂν ταῦθ' ὅπως οὐχ ὧδ' ἔχειν, Ai. 371, es dürfte wohl nicht möglich sein, daß sich dies nicht so verhielte, d. i. Geschehenes kann nicht ungeschehen gemacht werden; vgl. O. R. 1058 O. C. 97; οὐκ ἔσθ' ὅπως οὐκ ἐξελῶ 'κ τῆς οἰκίας, Ar. Nubb. 802, vgl. Plut. 851 Equ. 424; – οὐχ ὅπως, ich will nicht sagen, nicht als ob, πε παύμεθ' ἡμεῖς, οὐχ ὅπως σε, Soph. El. 786; οὔκουν ὅπως μνησθῆναι ἄν τις ἐτόλμησε πρός τινα περὶ Κύρου φλαῦρόν τι, ἀλλ' ὡς, Xen. Cyr. 8, 2, 12; Hell. 5, 4, 34; Dem. 10, 41 προσήκει τούτους οὐχ ὅπως ὧν ἡ πόλις δίδωσιν ἀφελέσθαι τι, ἀλλ' εἰ καὶ μηδὲν ἦν τούτων, ἄλλοθεν σκοπεῖν, d. i. nicht nur nicht Etwas fortzunehmen, sondern vielmehr; so 21, 11 u. öfter. – Selten steht es geradezu für ὡς; a) bei Vergleichungen, ὀχλεῖς μάτην με, κῦμ' ὅπως, παρηγορῶν, Aesch. Prom. 1003; Ἔρωτι ὅστις ἀντανίσταται, πύκτης ὅπως εἰς χεῖρας, οὐ καλῶς φρονεῖ, Soph. Trach. 442; μήτηρ χὠ κοινολεχὴς Αἴγισθος, ὅπως δρῦν ὑλοτόμοι, σχίζουσι κάρα, El. 98, öfter; einzeln bei sp. D., wie δμωῒς ὅπως Ap. Rh. 1, 285. – b) c. superl., wie quam, den höchst möglichen Grad ausdrückend, ὅπως ὤκιστα, Theogn. 427; ἄριστα, Aesch. Ag. 586, öfter; σφῷν δ' ὅπως ἄριστα συμφέροι θεός, Soph. Phil. 623; O. R. 1410; vollständig οὕτως ὅπως ἥδιστα, Trach. 329, auf eine so angenehme Weise, wie die allerangenehmste ist; auch ὅπως τάχιστα, sobald als, Aesch. Prom. 228, Ar. Vesp. 168. 365; Krüger vergleicht mit diesem Gebrauch Xen. An. 2, 5, 7, οὐκ οἶδα, οὔτ' εἰς ποῖον ἂν σκότος ἀποδραίη, οὔθ' ὅπως ἂν εἰς ἐχυρὸν χωρίον ἀποσταίη, was offenbar für εἰς ὡς ἐχυρόν steht. – 2) wie unser wie dient es auch – a) zur Bestimmung der Zeitumstände; Τρῶες δ' ἐῤῥίγησαν, ὅπως ἴδον αἰόλον ὀπφιν, Il. 12, 208, wie, als sie sahen, vgl. Od. 3, 373. 22, 22; Soph. Trach. 762 C. C. 1638; τὸν δ' ὅπως ὁρᾷ Ξέρξης, wie, als diesen Xerxes sieht, Aesch. Pers. 194; μετὰ ταῦθ', ὅπως νῷν ἐγένεθ' υἱὸς οὑτοσί, Ar. Nubb. 81; öfter Her., ὅκως ἡ συμβολὴ ἐγίνετο, 9, 66, u. mit dem optat. iterativ. in Beziehung auf die Vergangenheit, ὅκως εἴη ἐν τῇ γῇ καρπὸς ἁδρός, τηνικαῦτα –, 1, 17, vgl. 68. 100. 162; vgl. auch Plat. ὅπως ἄν τις πλέον ὑπερβὰς ἑβδομήκοντα ζῇ, sobald wie, Legg. VI, 755 a; ὅπως πρῶτα, sobald als, Hes. Th. 156. – b) zur Angabe des Grundes, ἄχος, ὅπως δὴ δηρὸν ἀποίχεται, Trauer, wie er, darüber, daß er so lange fort ist, Od. 4, 109. – c) auch zur Bildung eines Objectsatzes, bei Verbis des Sagens, Glaubens u. ähnlichen, wie auch wir zuweilen wie für daß gebrauchen, ὑπωπτεύετο, ὅπως μήποτ' ἂν ἄψυχα ὄντα οὕτως εἰς ἀκρίβειαν θαυμαστοῖς ἂν ἐχρῆτο νοῦν μὴ κεκτημένα, er vermuthete, daß sie niemals gebrauchen würden, Plat. Legg. XII, 967 b; ο ὐκ ἔχω πῶς ἀμφισβητοίην, ὅπως οὐ πάντα ἐγὼ ἐπίσταμαι, ἐπειδήπερ ὑμεῖς φατε, Euthyd. 296 e, wie ich zweifeln oder meinen sollte, daß ich nicht Alles verstehe, wo Heindorf zu vergleichen; ὅπως ἄχθομαι, μήδ' ὑπονοεῖτε, Xen. Cyr. 3, 3, 20; u. so bes. nach den Verbis, die ein Sorgetragen, Anordnen bedeuten, wie im Lat. ut; auch verbieten, ἀπηγόρευες, ὅπως μὴ τοῦτο ἀποκρινοίμην, Plat. Rep. I, 339 a, welche Construction auch bei den einzelnen Verbis angeführt ist, auch sich aus den folgenden Beispielen ergiebt. Denn diese Verbindungen bilden den Übergang zu der Bdtg – 3) damit, auf daß, bei der man auch von der ursprünglichen Bdtg wie ausgehen muß. Die Conjunction ὅπως wird dann construirt, A) wenn sie von einem tempus der Gegenwart oder der Zukunft abhängig ist, auf die Zukunft bezüglich, a) c. ind. fut., θέλγει, ὅπως Ἰθάκης ἐπιλήσεται, sie liebkos't ihn, damit er Ithaka's vergessen soll, Od. 1, 57; häufig bei den Attikern, ὅπως δ' ὅμαιμον αἷμα μὴ γενήσεται, δεῖ κάρτα θύειν, Aesch. Suppl. 444; ὅπως χρονίζον εὖ μενεῖ βουλευτέον, Ag. 821; auch nach imperat. aor., ἀγγείλατ' ἐντολὴν ὅπως Τελαμῶνι δείξει, Soph. Ai. 564; auch δέδοιχ' ὅπως μὴ 'κ τῆς σιωπῆς τῆσδ' ἀναῤῥήξει κακά, O. R. 1074; τρέψομαι, ὅπως βασανιῶ, Ar. Ran. 1117; ποίεε, ὅκως ἐκείνην θεήσεαι, Her. 1, 8; σοὶ μελέτω, ὅκως μή σε ὄψεται, ibid. 9; φόβος ἐστίν, ὅπως μὴ αὖθις διασχισθησόμεθα, Plat. Conv. 193 a; aber ib. 174 e, εἰς καλὸν ἥκεις, ὅπως συνδειπνήσεις, haben die mss. συνδειπνή. σῃς; vgl. mit ähnlichen Varianten Rep. III, 403 b VI, 488 d; wenn sich auch Dawes' Regel, daß der conj. des aor. I. act. u. med. nicht gebraucht werde in dieser Verbindung, nicht durchweg bestätigt, so sind doch die Beispiele mit dem ind. fut. bei weitem überwiegend; vgl. Krüger zu Xen. An. 1, 3, 14, u. sonst in Prosa überall, bes. nach ἐπιμελεῖσθαι, παρασκευάζεσθαι, πάντα ποιεῖν, σκοπεῖσθαι, φυλάσσειν u. ähnl., wo meist die Grundbedeutung von ὅπως noch merklich hervortritt. – b) cum conj.; λεύσσει, ὅπως ὄχ' ἄριστα μετ' ἀμφοτέροισι γένηται, Il, 3, 110; περιφραζώμεθα πάντες νόστον, ὅπως ἔλθῃσι, Od. 1, 76; λίσσεσθαι δέ μιν αὐτόν (inf. für den imperat.), ὅπως νημερτέα εἴπῃ, 3, 19, vgl. 13, 365. 14, 181. 23, 117; βλέπει φάος, ὅπως κατελθὼν ἀμφοῖν γένηται φονεύς, Aesch. Ag. 1631; u. neben dem indic. fut., σιγᾶθ' ὅπως μὴ πεύσεταί τις, γλώσσης χάριν δὲ πάντ' ἀπαγγείλῃ τάδε, Ch. 263; ἥξομεν πάλιν, ὅπως φέρωμεν, Soph. El. 58, vgl. Ai. 6 El. 382; φρουρήσουσ' ὅπως Αἴγισθος ἡμᾶς μὴ λάθῃ μολὼν ἔσω, 1394; ἄρδω σ' ὅπως ἀναβλαστάνῃς, Ar. Lys. 384; ποίεε ὅκως μοι καταστήσῃς τὸν παῖδα, Her. 1, 209; vgl. Plat. Gorg. 495 e 515 c u. das unter a) Bemerkte; δεῖ πειρᾶσθαι, ὅπως καλῶς νικῶντες σωζώμεθα, Xen. An. 3, 2, 3; bemerke ὅκως ποιήσωσι Her. 2, 120; ὅπως μὴ βουλεύσησθε Thuc. 1, 72; ὅπως μὴ βοηθήσωσιν 4, 66; Folgde. – Eben so nach imper. u. conj. hortat., des aor., ἀποσταθῶμεν, ὅπως δοκῶμεν τῶνδ' ἀναίτιαι κακῶν, Aesch. Ch. 860; μέθες τόδ' ἄγγος νῦν, ὅπως τὸ πᾶν μάθῃς, Soph. Phil. 1196; δὸς ὅπως ἐμαυτὴν ξὺν τῇδε κλαύσω κἀποδύρωμαι, El. 11101 φάνηθι, ὅπως μοι Νύσια ὀρχήματα ἰάψῃς, Ai. 685; u. nach einem perf., ἱκέτις ἀφῖγμαι, ich bin da, ὅπως λύσιν τίν' ἧμιν εὐαγῆ πόρῃς, O. R. 921. – c) zu dem conj. tritt noch ἄν od. κέν; πείρα, ὅπως κεν δὴ σὴν πατρίδα γαῖαν ἵκηαι, wo noch die Bdtg wie sichtbar ist, wie du immer gelangen magst, d. i. damit du gelangest, Od. 4, 545; ὅπως δ' ἂν εἰδῇ – φράσω, Aesch, Prom. 826; φύλασσε τἂν οἴκῳ καλῶς, ὅπως ἂν ἀρτίκολλα συμβαίνῃ τάδε, Ch. 573, daß sich wa möglich Alles gut vereine, vgl. Eum. 543. 984 Suppl, 239; ἴσθι πᾶν τὸ δρώμενον, ὅπως ἂν εἰδὼς ἧμιν ἀγγείλῃς σαφῆ, Soph. El. 41, vgl. Trach. 615 O. C. 581; auch in Prosa, ἐπιμελοῦνται ὃπως ἂν οἱ νέοι μηδὲν κακουργῶσι, eigtl. wie immer die Jüngeren nichts Böses thun möchten, Plat. Prot. 326 a (nach ἐπιμελεῖσθαι auch ὅπως mit ἄν u. ont., opt. pot., ἐπιμελεῖται, ὅπως ἂν θηρῷεν, Xen. Cyr. 1, 2, 10; Thuc. 7, 65; s. auch unter 1); μηχανητέον, ὅπως ἂν διαφύγῃ καὶ μὴ δῷ δίκην, Gorg. 481 a, vgl. Phaedr. 239 b Phaed. 59 e Conv. 187 e Rep. III, 411 e; so schreibt Krüger Xen. An. 7, 4, 2 τὴν λείαν ἀπέπεμψε, ὅπως ἂν μισθὸς γένηται τοῖς στρατιώταις, wo der conj. nach dem aor. zu bemerken. – B) nach einem Präteritum, auf Vergangenes bezüglich, cum op tat.; οὔτε ποτ' εἰν ἀγορῇ δίχ' ἐβάζομεν – ἀλλ' ἕνα θυμὸν ἔχοντε – φραζόμεθ' (imperf.) Ἀργείοισιν ὅπως ὄχ' ἄριστα γένοιτο, Od. 3, 127; ἡ δὲ μάλ' ἡνιόχευεν, ὅπως ἅμ' ἑποίατο πεζοί, 6, 119, vgl. 8, 345. 420; nach dem aor., οὐδ' ἐνόησα νηὸς ἐμῆς ἐπιβᾶσαν, ὅπως τί μοι ἄλγος ἀλάλκοις, 13, 319, die Absicht der Athene beim Besteigen des Schiffes aussprechend, vgl. 14, 312. 18, 160; ἐθρέψατο, ὅπως γένοισθε πρὸς χρέος τόδε, Aesch. Spt. 20, vgl. Eum. 640; auch nach dem historischen Präsens, ἐνταῦθα πέμπει τούσδ' ὅπως κτείνοιεν, Pers. 442; ἀφικόμην, ὅπως σοῦ πρὸς δόμους ἐλθόντος εὖ πράξαιμί τι, Soph. O. R. 1005; O. C. 1307; τῶν λόγων ἐπῃσθόμην πρὸς ἔξοδον στείχουσα, – ὅπως ἱκοίμην, Ant. 1170; – auch nach einem vorangehenden optat., γενοίμαν, ὅπως προσείποιμεν, Ai. 1200; – inlängerer indirecter Rede, Trach. 951; – διώρυχα ὀρύσσειν μηνοειδέα, ὅκως ἐς τὰ ἀρχαῖα ἐςβάλλοι, Her. 1, 75. 99; Plat. Prot. 321 a Tim. 77 e; τὸν Κῦρον ἀπεκάλει, ὅπως τὰ ἐν Πέρσαις ἐπιχώρια ἐπιτελοίη, Xen. Cyr. 1, 4, 25; ἐκάλεσέ τις αὐτόν, ὅπως ἴδοι τὰ ἱερά, An. 2, 1, 9, öfter; auch nach einem historischen Präsens, 4, 6, 1; ἀπεκρίνατο, ὅτι αὐτῷ μέλοι ὅπως καλῶς ἔχοι, 1, 8, 13, vgl. 7, 7, 44, er werde dafür sorgen, daß es gut sein solle. – C) nach einem indicat. der Nichtwirklichkeit, oder einem denselben vertretenden Satze, c. ind. impf. u. aor.; εἴθ' εἶχε φωνὴν εὔφρονα, ὅπως μὴ κινυσσόμην, Aesch. Ch. 194; τί δῆτ' οὐκ ἐν τάχει ἔῤῥιψ' ἐμαυτήν, ὅπως τῶν πάντων πόνων ἀπηλλάγην, damit ich befrei't worden wäre, Prom. 751; ὡς ὤφελον πάροιθεν ἐκλιπεῖν βίον, πρὶν ἐς ξένην σε γαῖαν ἐκπέμψαι, ὅπως θανὼν ἔκεισο, Soph. El. 1123; οὐκ οὖν ἐχρῆν σε Πηγάσου ζεῦξαι πτερόν, ὅπως ἐφαίνου τοῖς θεοῖς τραγικώτερος, Ar. Pax 136. – Aus dem Vorhergehenden erklärt sich der absolute Gebrauch von ὅπως. Wie man nämlich sagt ὅρα, ὅκως μή σευ ἀποστήσονται, Her. 3, 36, siehe zu, nimm dich in Acht, daß sie nicht von dir abfallen, so wird auch ὅπως μή c. conj. od. fut. indicat. absolut gebraucht, warnend od. verbietend, daßnurnichtetwa, 6, 85; ὅπως γε μὴ ὁ σοφιστὴς ἐξαπατήσει ἡμᾶς, Plat. Prot. 313 c, wo wieder die mss. alle ἐξαπατήσῃ haben (vgl. oben a); ὅπως μὴ λήσετε διαφθαρέντες, Gorg. 487 d; ἀλλ' ὅπως μὴ οὐχ οἷός τ' ἔσομαι, Rep. VI, 406 d; vgl. τόδε σκεψώμεθα, ὅπως μὴ ἡμᾶς τὰ πολλὰ ταῦτα ὀνόματα ἐξαπατᾷ, Crat. 439 b; εὐλαβούμενοι, ὅπως μὴ ἐγὼ ἐξαπατήσας οἰχήσομαι, Phaed. 91 e; ὅπως οὖν μὴ ἀπολῇ μαστιγούμενος, Xen. Cyr. 1, 3, 18, vgl. 4, 1, 16, öfter; ὅπως οὖν ἔσεσθε ἄνδρες ἄξιοι τῆς ἐλευθερίας, ohne vorangehendes Verbum, daß ihr euch nun auch als Männer zeigt, welche der Freiheit würdig sind, An. 1, 7, 3; ἄγε ὅπως πρωῒ παρέσῃ, Cyr. 5, 2, 21; vgl. Ar. Nubb. 489; also auch ohne Negation, aufmunternd; ὅπως μηδεὶς πεύσεται, Lys. 1, 21.
French (Bailly abrégé)
épq. ὅππως;
adv. rel. et conj.
A. adv. relat.
I. comme, de la façon que;
1 en corrélat. avec un adv. démonstr. (οὕτως, ὥς, ὧδε) exprimé ou s.-e. : οὕτως ὅπως δύνανται THC ainsi qu'ils peuvent, comme ils peuvent ; ὅπως γιγνώσκετε, οὕτω καὶ ποιεῖτε XÉN faites comme vous jugez bon ; ὧδ' ὅπως SOPH de même que;
2 comme terme de comparaison au sens de ὡς ou de ὥσπερ : ὅπως δρῦν SOPH comme un chêne ; γήτης ὅπως SOPH comme un paysan ; ὅπως τάχιστα ESCHL aussi vite que possible;
II. comment;
1 dans div. locut. : οὐκ ἔσθ' ὅπως ὁ χρησμὸς εἰς τοῦτο ῥέπει AR il n'est pas possible que l'oracle s'accomplisse de cette façon (litt. incline en ce sens) ; οὐκ ἔσθ' ὅπως οὐ, il n'est pas possible que… ne, de toute façon, dans tous les cas ; οὐκ ἂν γένοιτο τοῦθ’, ὅπως οὐ φανῶ SOPH il est impossible (litt. ceci ne saurait arriver) que je ne mette pas au grand jour ; qqf avec l'inf. : οὐ γὰρ γένοιτ' ἂν ταῦθ' ὅπως οὐχ ὧδ' ἔχειν SOPH car il ne se pourrait pas que cela ne fût pas ainsi ; ellipt. οὐχ ὅπως (il n'est) pas possible que : οὐχ ὅπως…, ἀλλά DÉM non seulement ne pas…, mais ; bien loin que…, tout au contraire ; οὐχ ὅπως…, ἀλλ' οὐδέ, non seulement ne pas…, mais pas même THC ; de même, μὴ ὅπως XÉN non seulement;
2 dans l'interrog. indir. après les verbes qui marquent le doute, l'hésitation, la crainte, etc. : οὐ κάτοιδ' ὅπως λέγεις SOPH je ne comprends pas ce que tu veux dire ; ἅμα πρόσσω καὶ ὁπίσσω λεύσσει, ὅπως ὄχ' ἄριστα μετ' ἀμφοτέροισι γένηται IL il regarde à la fois en avant et en arrière de manière que la chose arrive au mieux pour les deux partis ; οὐδέ τι οἶδε νοῆσαι, ὅππως οἱ παρὰ νηυσὶ σόοι μαχέοιντο Ἀχαιοί IL et il ne sait pas prévoir le moyen d'assurer le salut des Grecs dans les combats (qu'ils auront à livrer) près des navires ; ἔσπετε ὅππως δὴ πρῶτον πῦρ ἔμπεσε νηυσίν IL dites-moi comment le feu a commencé à tomber sur les navires ; ὅπως ἀπέθανεν οὐδεὶς εἰδὼς ἔλεγεν XÉN comment il mourut, c'est ce que personne n'a dit à bon escient ; - après les verbes qui marquent la crainte, ὅπως peut être accompagné de μή : δέδοιχ' ὅπως μοι μὴ λίαν φανῇς σοφή EUR je crains que tu ne sois manifestement trop habile;
B. conj. I. avec idée de but afin que, de façon que, en sorte que;
1 avec le f. de l'ind. : αἰμυλίοισι λόγοισιν θέλγει, ὅπως Ἰθάκης ἐπιλήσεται OD elle le charme par de douces paroles, pour lui faire oublier Ithaque;
2 avec le sbj. ou l'opt. : τὸν μνηστῆρες οἴκαδ' ἰόντα λοχῶσιν, ὅπως ἀπὸ φῦλον ὄληται OD les prétendants le guettent à son retour dans ses foyers pour détruire sa race ; πείρα, ὅπως κεν δὴ σὴν πατρίδα γαῖαν ἵκηαι OD tâche de retourner dans ta patrie ; βασιλεὺς αὐτός τε θηρᾷ καὶ τῶν ἄλλων ἐπιμελεῖται, ὅπως ἂν θηρῷεν XÉN le roi chasse lui-même et en même temps veille à ce que les autres chassent aussi ; qqf avec ὅρα, ὁρᾶτε s.e. : ὅκως μή τι κακὸν ἐς τὴν χώρην ἐμβάλωσι HDT prenez garde qu'ils ne jettent sur le pays qqe calamité;
II. avec idée de temps quand, lorsque seul. en poésie et dans Hérodote;
1 avec l'ind. : Τρῶες δ' ἐρρίγησαν, ὅπως ἴδον αἰόλον ὄφιν IL les Troyens frissonnèrent lorsqu'ils virent le serpent aux reflets changeants;
2 avec l'opt. pour marquer une idée de répétition, toutes les fois que : ὅκως μὲν εἴη ἐν τῇ γῇ καρπὸς ἀδρός HDT toutes les fois que le fruit était mûr.
Étymologie: corrél. de πῶς.
Russian (Dvoretsky)
ὅπως:
I эп.-эол. ὅππως, ион. ὅκως adv. relat.
1 (таким образом), как (ἔρξον ὅπως ἐθέλεις Hom.; ὅπως δύναιτό τις Soph.; οὕτως ὅπως ἂν βούλωνται Xen.): οὐκ ἔσθ᾽ ὅπως, реже οὐχ ὅπως Soph., Plat. etc. невозможно, немыслимо; οὐχ ὅπως …, ἀλλὰ (καὶ) Dem. и μὴ ὅπως …, ἀλλ᾽ οὐδέ Xen. не только не …, но даже не; ἔστιν οὖν ὅπως ὁ τοιοῦτος φιλοσοφήσει; Plat. разве такой человек станет заниматься каким-л. образом философией?;
2 (для усиления superl.) всячески, как можно: ὅπως τάχιστα Aesch. как можно быстрее; ὅπως ἄριστα Plat. как можно лучше; σοῦστε, ὅπως ποδῶν (sc. ἔχετε) Aesch. спешите что есть силы в ногах;
3 (после verba dubitandi и timendi) как, что, чтобы: οὐ κάτοιδ᾽, ὅπως λέγεις Soph. не понимаю, что ты говоришь; οὐκ οἶδ᾽, ὅπως σε φῶ βεβουλεῦσθαι καλῶς Soph. не знаю, как мне одобрить твое решение;
4 как, словно (ὅπως δρῦν σχίζειν Soph.): γῄτης ὅπως Soph. словно крестьянин.
II эп.-эол. ὅππως, ион. ὅκως conj.
1 чтобы (ὅπως εἰδῆτε, ἐγὼ ὑμᾶς διδάξω Xen.): τοῦτο δεῖ μηχανᾶσθαι, ὅπως λάθῃ φίλος ὢν ἡμῖν Xen. необходимо устроить так, чтобы осталось неизвестным, что (Гадат) - наш друг;
2 (после verba dicendi и sentiendi = ὅτι) что, будто: ὅπως ἐγὼ ἄχθομαι ὑμᾶς τρέφων, μηδ᾽ ὑπονοεῖτε Xen. о том, будто мне тяжело кормить вас, вы и не думайте; οὐκ ἔχω πῶς ἀμφισβητοίην, ὅπως οὐ πάντα ἐγὼ ἐπίσταμαι Plat. я и не собираюсь оспаривать, что я не все знаю;
3 когда, в то время как, как только (θαύμαζεν ὁ γεραιός, ὅπως ἴδεν ὀφθαλμοῖσιν Hom.): τὸν δ᾽ ὅπως ὁρᾷ Ξέρξης Aesch. как только Ксеркс его увидел; ὅπως ἄν τις πλέον ὑπερβὰς ἑβδομήκοντα ζῇ Plat. когда кто-л. переступит семидесятилетний возраст;
4 (в смысле imper.); ὅπως ταῦτα μηδεὶς πεύσεται Lys. смотри, чтобы никто не узнал об этом; ὅπως ἔσεσθε ἄνδρες ἄξιοι τῆς ἐλευθερίας Xen. окажитесь людьми, достойными свободы.
Greek (Liddell-Scott)
ὅπως: Ἐπικ. καὶ Αἰολ. ὅππως, Ἰων. ὅκως· (σύνθετον ἐκ τοῦ ἀναφορ. ὃ ἢ ὅς, καὶ τοῦ ἐπιρρ. πῶς (ἴδε *πός), πρβλ. ἵνα): Α. ΕΠΙΡΡ. ΤΡΟΠΟΥ, ἀναφερόμενον εἰς τὸ προηγούμενον ὡς, καθώς, καθ’ ὃν τρόπον, καὶ μετὰ ἐρωτηματ. δυνάμεως, πῶς, κατὰ ποῖον τρόπον, Λατ. ut. quomodo. Β. ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ ΤΕΛΙΚΩΣ, ὡς τὸ ἵνα, ὁπότε ἔχει συγκεκαλυμμένην τινὰ ὑποθετικὴν ἰδιότητα, ὡς τὸ ἵνα ἔχει συγκεκαλυμμένην τινὰ σημασίαν τόπου, - διὰ νὰ ..., ἐπὶ σκοπῷ νὰ ... Α. ΕΠΙΡΡ. ΤΡΟΠΟΥ, πῶς, ὡς: Ι. ἀναφορ. τοῦ ὣς ἢ οὕτως (ὡς τὸ ὡς), ὅπως, καθώς, Λατιν. ut, sicut: Ι. κατὰ τὴν συνήθη σύνταξιν τῶν ἀναφορ.: α) μεθ’ ὁριστ., ἦ τοι νόστον, ὅπως φρεσὶ σῇσι μενοινᾷς ὥς τοι Ζεὺς τελέσειεν Ὀδ. Ο. 111· οὕτως…, ὅπως.. Σοφ. Ἠλ. 1296, Τρ. 330· ὧδ’ ὅπως ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 1301· οὕτως ὅπως δύνανται Θουκ. 7. 67· - ἐνίοτε ἀνάλογός τις λέξις ἀντικαθιστᾷ τὸ προηγούμενον ἐπίρρ., με τοῖον ἔθηκεν, ὅπως (ἀντὶ οἷον) ἐθέλει Ὀδ. Π. 208· - συχν. χωρὶς νὰ προηγῆται ὡρισμένον τι δεικτικόν, ἔλθοι ὅπως... ἐθέλω (ἐξυπακ., αὐτὸν ἐλθεῖν) Ὀδ. Ξ. 172· ἔρξον ὅπως ἐθέλεις Ἰλ. Δ. 37, Ὀδ. Ν. 145· χρῶ ὅπως βούλει Ξεν. Κύρ. 8. 3, 46· ποίει ὅπως ἄριστόν σοι δοκεῖ εἶναι αὐτόθι 4. 5, 50· - ἀξία σημειώσεως εἶναι ἡ φράσις: ὅπως ἔχω, ὅπως εἶμαι, ἐνταῦθα, Σοφ. Φιλ. 819, πρβλ. Ἀντ. 1235, Θουκ. 3. 30. β) μεθ’ ὁριστ. μέλλ., μάλιστα ἡγουμένων ῥημάτων σημαινόντων τὸ φροντίζειν, ἐπιμελεῖσθαι, ποιεῖν, κτλ., κατὰ ποῖον τρόπον, πῶς, οἱ Περσικοὶ νόμοι ἐπιμέλονται ὅπως μὴ τοιοῦτοι ἔσονται οἱ πολῖται Ξεν. Κύρ. 1. 2, 3· ποιέειν ὅκως μηκέτι ἐκεῖνος ἐς Ἕλληνας ἀπίξεται Ἡρόδ. 5. 23· ἐφρόντιζον ὅκως μὴ λείψομαι τῶν πρότερον γινομένων ὁ αὐτ. 7. 8, 1, πρβλ. Πλάτ. Ἀπολ. 29Ε· ἔπρασσον ὅπως τις βοήθεια ἥξει Θουκ. 3. 4· οὐδένα δεῖ τοῦτο μηχανᾶσθαι ὅπως ἀποφεύξεται θάνατον Πλάτ. Ἀπολ. 39Α· - ὁ μέλλων οὗτος τῆς ὁριστ. δύναται νὰ μεταβληθῇ εἰς εὐκτ., παρῳχημένου χρόνου ἡγουμένου, ἐπεμελεῖτο ὅπως μήτε ἄσιτοι μήτε ἄποτοί ποτε ἔσοιντο Ξεν. Κύρ. 8. 1, 43, πρβλ. Ἑλλ. 7. 5, 3, Κύρ. 8. 1, 10, Οἰκ. 7. 5, Ἀγησ. 2, 8· τούτου στοχαζόμενοι, ὅπως... ἔσονται Πλάτ. Γοργ. 502Ε· καὶ συχνάκις τὸ ὅπως ἐναλλάσσεται πρός τινας τύπους οἷοι οἱ: δι’ ὧν, ὅτῳ τρόπῳ, κλ., εἰσηγοῦνται μὴ δι’ ὧν... ἀσκήσουσι, ἀλλ’ ὅπως... δόξουσι Ἰσοκρ. 2. 5, πρβλ. Θουκ. 6. 11· - ἐκ τῆς ἐννοίας ταύτης ἡ λέξις εὐκόλως μεταβαίνει εἰς τὴν τελικὴν σημασίαν, τοῦτο ἀπόβαλε οὕτω ὅκως μηκέτι ἥξει Ἡρόδ. 3. 40· οὕτως ὅπως μήτηρ σε μὴ ’πιγνώσεται Σοφ. Ἠλ. 1296· πρβλ. Ξεν. Κύρ. 2. 4, 21, Ἑλλ. 2. 4. 17· ἴδε κατωτ. Β. - Πρβλ. Κόντου Παρατηρ. εἰς Ἀριστ. Ἀθην. Πολιτ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. Δ΄, σ. 138. 2) μετὰ τοῦ ἂν (Ἐπικ. κε) καὶ ὑποτ. ἐν ἀορίστοις προτάσεσιν, ὅππως κεν ἐθέλῃσιν Ἰλ. Υ. 243 (ἀλλὰ ὅπως ἐθέλῃσιν (ἄνευ τοῦ κε) Ὀδ. Α. 349, πρβλ. Ζ. 189)· οὕτω ὅκως ἂν καὶ δυνώμεθα Ἡρόδ. 8. 143· οὕτως ὅπως ἂν αὐτοὶ βούλωνται Ξεν. Κύρ. 1. 1, 2, πρβλ. Πλάτ. Φαίδωνα 115Ε, Συμπ. 174Β, κτλ. β) οὕτω μετ’ εὐκτ., παρῳχημ. χρόνου ἡγουμένου, οὕτως ὅπως τύχοιεν Θουκ. 8. 95· ὅπως βούλοιντο Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 13· - ὁπόταν τὸ ἂν τεθῇ μετὰ τῆς εὐκτικ., ἀνήκει μᾶλλον εἰς τὸ ῥῆμα παρὰ εἰς τὸ ὅπως· ἢ ὅπως ἄν τις ὀνομάσαι τοῦτο, ἢ ὅπως ἄλλως ἤθελέ τις ὀνομάσῃ τοῦτο, Δημ. 167. 18. 3) συνηθεστάτη φράσις εἶναι ἡ ἑξῆς: οὐκ ἔστιν ὅπως (οὐκ ἔσθ’ ὅπως), δὲν ὑπάρχει τρόπος καθ’ ὅν..., δὲν εἶναι δυνατὸν νά..., οὐκ ἔστι ὅκως κοτὲ σοὺς δέξονται λόγους Ἡρόδ. 7. 102, πρβλ. Ἀριστοφ. Πλ. 18, Δημ. 297, 9, κ. ἀλλ.· οὕτως, οὐκ ἔστιν ὅπως οὐ, fieri non potest quin, οὐκ ἔσθ’ ὅπως οὐ πιστὸν ἐξ ὑμῶν πτερὸν ἐξήγαγεν Σοφ. Ο. Κ. 97, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἀχ. 116, Ἱππ. 426, Θεσμ. 882, Πλάτ. Ἀπολ. 27Ε· οὐδαμῶς ὅπως οὐ, ἐν αποκρίσει = ἀνάγκη πᾶσα νὰ ἔχῃ οὕτω, ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 160D· οὕτω καί, οὐκ ἂν γένοιτο τοῦθ’ ὅπως.. οὐ φανῶ Σοφ. Ο. Τ. 1058· οὐ γὰρ γένοιτ’ ἄν, τοῦθ’ ὅπως οὐχ ὧδ’ ἔχειν (ἀνακόλουθον ἀντὶ ἔχει ἢ ἕξει) ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 378· - οὕτως ἐν ἐρωτήσει, ἔσθ’ ὅπως.. ἔλθωμεν; Ἀριστοφ. Σφ. 471· ἔστιν οὖν ὅπως ὁ τοιοῦτος φιλοσοφήσει; Πλάτ. Πολ. 495Α, πρβλ. Φαῖδρ. 262Β, Θεαίτ. 154C· τὸ οὐδὲ ὅπως, ἡ φράσις ‘κατ’ οὐδένα τρόπον’, αὐτόθι 183Β· - οὕτω, πλὴν τῆς ὁριστικῆς πάντων τῶν χρόνων μετὰ τὸ οὐκ’ ἔσθ’ ὅπως, δύναται νὰ ἀκολουθήσῃ εὐκτικὴ μετὰ τοῦ ἄν, οὐκ ἔσθ’ ὅπως μί’ ἡμέρα γένοιτ’ ἂν ἡμέραι δύο Ἀριστοφ. Νεφ. 1182, πρβλ. Σφ. 212, Ἰσοκρ. 265D, Πλάτ. Λάχ. 184C· ἢ ὁριστικὴ μετὰ τοῦ ἄν, οὐκ ἔστιν ὅπως οὐκ ἂν ἐμίσησαν Ἰσοκρ. 286Α, πρβλ. Δημ. 901· 15· - ἰδιάζουσα εἶναι ἡ παράλειψις τοῦ ἂν ἐν τῷ οὐκ ἔσθ’ ὅπως λέξαιμι Αἰσχυλ. Ἀγ. 620, πρβλ. Εὐρ. Ἄλκ. 52, Ἀριστοφ. Σφ. 471. 4) παρ’ Ἀττ. ποιητ. ὡς τὸ ὡς ἐν παρομοιώσεσι, κῦμ’ ὅπως, ὡς κῦμα Αἰσχύλου Πρ. 1001· γῄτης ὅπως Σοφ. Τρ. 32, πρβλ. 442, 683· ὅπως δρῦν ὑλοτόμοι σχίζουσι κάρα ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 98· ὅπως ἁ πάνδυρτος ἀηδὼν αὐτόθι 1076, πρβλ. Φ. 777, Εὐρ. Ἀνδρ. 1140, Ἑκ. 398. 5) ὡσαύτως ὡς τὸ ὡς ἢ ὅτι, Λατ. quam, μετὰ ὑπερθ. ἐπιρρ., ὅπως ἄριστα Αἰσχύλ. Ἀγ. 600, κτλ.· ὅπως ἀνωτάτω, ὄσον τὸ δυνατὸν ὑψηλά, Ἀριστοφ. Εἰρ. 207· πλῆρες, οὕτως ὅπως ἥδιστα (ἐξυπ. ἔχει) Σοφ. Τρ. 330· ἢ πληρέστερον ἔτι, εἰκῇ κράτιστον ζῆν ὅπως δύναιτό τις ὁ αὐτ. ἐν Ο. Τ. 979· ἴδε κατωτ. 6. 6) μετὰ προστιθεμένης γενικῆς, σοῦσθ’ ὅπως ποδῶν (δηλ. ἔχετε), τρέχετε ὅπως δύνανται οἱ πόδες σας, δηλ. ὅσον ταχέως δύνασθε, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 837, πρβλ. Εὐρ. Ἠλ. 238, καὶ ἴδε κατωτ. ΙΙΙ. 10, ἔχω Β. ΙΙ. 2. β. 7) ἐνίοτε ὡς τὸ Λατ. ut, ἐπὶ χρόνου, ὅτε, Τρῶες... ὅπως ἴδον αἷμ Ὀδυσῆος.., ἐπ’ αὐτῷ πάντες ἔβησαν Ἰλ. Λ. 459, 460, πρβλ. Μ. 208, Ὀδ. Γ. 373· - οὕτω συχνάκις παρ’ Ἡροδ. μετ’ εὐκτ., ὅπως μὲν εἴη ἐν τῇ καρπὸς ἁδρὸς 1. 17, πρβλ. 68, 100, 162, 186, 2. 13, 174 κ. ἀλλ.· οὕτω παρ’ Ἀττ. ποιηταῖς, Αἰσχύλ. Πέρσ. 198, Σοφ. Ἠλ. 749, Τρ. 765, Ἀριστοφ. Νεφ. 60· καὶ μετὰ ὑπερθ. ἐπιρρ., ὅπως πρῶτα, εὐθὺς ὡς, Λατ. cum primum, Ἡσ. Θ. 156· ὅπως ὤκιστα Θέογν. 427· ὅπως τάχιστα Αἰσχύλ. Πρ. 228. ΙΙ. τὸ ὅπως ἐνίοτε εἶναι ἐν χρήσει ὅπως εἰσαγάγῃ τὴν διήγησιν γεγονότος, μετὰ λεκτικά, δοξαστικὰ ἢ ἀντιλήψεως διανοητικῆς σημαντικὰ ῥήματα, ὥστε δύναται νὰ ἐξηγηθῇ ὡς τὸ ὡς ἢ ὅτι, Λατ. quod, ἂν καὶ τὴν συνήθη σημασίαν τοῦ πῶς δυνάμεθα εὐκόλως νὰ διακρίνωμεν, λόγῳ ἀνάπεισον ὅκως.. Ἡροδ. 1. 37· οὐδὲ φήσω ὅκως.. ὁ αὐτ. 2. 49, πρβλ. 3. 115, 116· τοῦτ’ αὐτὸ μή μοι φράζ’, ὅπως οὐκ εἶ κακὸς Σοφ. Ο. Τ. 548 (ἔνθα τὸ φραζ’ ὅπως σημαίνει διασαφήνισον πῶς), πρβλ. Ἀντ. 223· μετὰ τὸ ἐλπίζειν, ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 963, Εὐρ. Ἡρακλ. 1051· οὕτω μετὰ φράσιν δηλοῦσαν συγκίνησιν, ἐμοὶ δ’ ἄχος.., ὅππως δὴ δηρὸν ἀποίχεται Ὀδ. Δ. 109, πρβλ. Σοφ. Φ. 169· καὶ μετὰ τὸ θαυμάζω συχνάκις παρ’ Ἀττ., θαυμάζω ὅπως ποτὲ ἐπείσθησαν Ἀθηναῖοι Ξεν. Ἀπομν. 1. 1, 20, πρβλ. Πλάτ. Κρίτωνα 43Α. 2) οὐχ ὅπως.. ἀλλὰ ἢ ἀλλὰ καὶ.. σημαίνει: οὐ μόνον οὔ... ἀλλά.., καὶ ἐξηγεῖται κατ’ ἔλλειψιν τοῦ λέγω ἢ ἐρῶ (πρβλ. ὅτι IV), οὐχ ὅπως κωλυταί ... γενήσεσθε, ἀλλὰ καί.. δύναμιν προσλαβεῖν περιόψεσθαι, ὄχι μόνον δὲν θὰ γίνητε..., ἀλλὰ καὶ θὰ ..., Θουκ. 1. 35, πρβλ. Ξεν. Ἑλλ. 5. 4, 34, Δημ. 67. 28· οὐχ ὅπως.. τῶν αὐτοῦ τι ἐπέδωκεν, ἀλλὰ τῶν ὑμετέρων πολλὰ ὑφῄρηται Λυσ. 185. 42· οὐχ ὅπως τούτων χάριν ἀπέδοσαν, ἀλλ’ ἀπολιπόντες ὑμᾶς εἰς τὴν Λακεδαιμονίων συμμαχίαν εἰσῆλθον Ἰσοκρ. 301Α, πρβλ. Δημ. 271. 1., 1250. 22· ὡσαύτως, οὐχ ὅπως ἀλλ’ οὐδέ.., οὐχ ὅπως ἀδικοῦντες, ἀλλ’ οὐδ’ ἐπιθυμοῦντες ἐφυγαδευόμεθα Ξεν. Ἑλλ. 2. 4, 14· οὐχ ὅπως τῆς κοινῆς ἐλευθερίας μετέχομεν, ἀλλ’ οὐδὲ δουλείας μετρίας τυχεῖν ἠξιώθημεν Ἰσοκρ. 297D· οὐχ ὅπως, ἀλλ’ οὐ..., Ξεν. Ἀγησ. 5, 1· οὐχ ὅπως, ἀλλὰ μηδὲ.. Θουκ. 3. 42· οὐ γὰρ ὅπως..., ἀλλὰ καὶ.. Δημ. 518. 11· οὐκ οὖν ὅπως..., ἀλλὰ.. Ξεν. Κύρ. 8. 2, 12· οὕτως ἐνίοτε μὴ ὅπως, μὴ ὅπως ὀρχεῖσθαι ἀλλ’ οὐδὲ ὀρθοῦσθαι ἐδύνασθε, οὐ μόνον δὲν ἠδύνασθε νὰ ὀρχῆσθε, ἀλλ’ οὐδὲ νὰ ἵστασθε ὄρθιοι, Ξεν. Κύρ. 1. 3, 10. β) οὐχ ὅπως σπανίως ἀκολουθεῖ ἑτέραν πρότασιν, Λατ. nedum, (Liv., Tac.), πεπαύμεθ’ ἡμεῖς, οὐχ ὅπως σε παύσομεν Σοφ. Ἠλ. 796, πρβλ. Λουκ. Χάρ. 9, Προμ. 8, ὑπὲρ τῶν Εἰκόν. 7, Ἁλιεῖς 31. ΙΙΙ. ἐπὶ πλαγίας ἐρωτήσεως πῶς, κατὰ τίνα τρόπον· 1) μεθ’ ὁριστ., α) παρῳχημένου χρόνου, ἔσπετε νῦν μοι ὅππως δὴ.. πῦρ ἔμπεσε νηυσὶν Ἰλ. Π. 113· εἴπ’ ἄγε μ’... ὅππως τούσδ’ ἵππους λάβετον Κ. 544· εὖ μοι κατάλεξον ὅπως ἤντησας Ὀδ. Γ. 97· ὅπως ἠφανίσθη οὐδὲ λόγῳ εἰκότι δύνανται ἀποφαίνειν Ἀντιφῶν 5. 26· Ἀλκιβιάδης ἀνήχθη... ἐπὶ κατασκοπῇ τοῦ οἴκαδε κατάπλου ὅπως ἡ πόλις πρὸς αὐτὸν ἔχει (ἱστορ. ἐνεστ.) Ξεν. Ἑλλ. 1. 4, 11. β) μέλλοντος, οὐδέ τί πω σάφα ἴδμεν ὅπως ἔσται τάδε ἔργα Ἰλ. Β. 252, κτλ.· συχν. μετὰ ῥήματα σκέψεως σημαντικὰ (ὡς ἡ ὑποτακτ., ἴδε κατωτ. 2), φραζώμεθ’ ὅπως ἔσται τάδε ἔργα Ἰλ. Δ. 14· φράζευ ὅπως Δαναοῖσιν ἀλεξήσεις κακὸν ἦμαρ (διάφ. γραφ. ἀλεξήσῃς) Ι. 25, πρβλ. Ὀδ. Α. 269, Ν. 376, 386, Τ. 557, Υ. 29, 39. 2) μεθ’ ὑποτακτ. μετὰ τὰ ῥήματα τὰ σκέψεως, προνοίας κ. τ. τ. σημαντικά, λεύσσει ὅπως ὄχ’ ἄριστα.. γένηται Ἰλ. Γ. 110· ἐνόησεν (γνωμικὸς ἀόρ.) ὅππως κέρδος ἔῃ Κ. 225· ἀλλ’ ἄγεθ’ ἡμεῖς οἵδε περιφραζώμεθα πάντες νόστον ὅπως ἔλθῃσι Ὀδ. Α. 76, πρβλ. Ν. 365· οὐκ οἶδ’ ὅπως σε φῶ Σοφ. Ο. Τ. 1376, πρβλ. Αἴ. 428, Λυσ. 112. 34, Πλάτ. Μένων 91D· ἐπιμελητέον ὅπως τρέφωνται οἱ ἵπποι Ξεν. Ἱππαρχ. 1, 3, Οἰκ. 7, 36, 37., 9, 14., 15, 1, Πλάτ. Γοργ. 515C. - Ὅτι δὲν δυνάμεθα νὰ σύρωμεν γραμμὴν μεταξὺ τῆς χρήσεως τοῦ μέλλοντος καὶ τῆς ὑποτακτ., φαίνεται ἐκ χωρίων οἷα τὰ ἑξῆς: Αἰσχίν. 62. 41 κἑξ., ἔνθα ἀμφότεροι οἱ τύποι εἶναι ἐν ὁμοίᾳ χρήσει (ἐπράττετο γὰρ ..., πρῶτον μὲν ὅπως μὴ περιμείνητε..., δεύτερον δὲ ὅπως ψηφιεῖσθε ..., τρίτον δὲ ὅπως μὴ ἔσται), πρβλ. Ξεν. Ἀγησ. 7, 7, Ἀπομν. 2. 2, 10. - Περὶ τοῦ ὅπως ἂν (κεν) ἴδε κατωτ. 5. - Ἴδε Κόντου Παρατηρ. εἰς Ἀριστ. Ἀθηναίων Πολιτείαν ἐν Ἀθηνᾶς τ. Δ΄, σ. 41, καὶ Γ. Χατζιδάκι Βιβλιοκρισίαν ἐς Ἀθηνᾶς τ. ΙΓ΄, σ. 562. 3) μετ’ εὐκτ., Ξεν. Ἀπομν. 1. 3, 2, κτλ.· μετὰ τὰ σκέψεως σημαντικὰ ῥήματα, ὅτε ὁ λόγος πράγματι εἶναι πλάγιος, μερμήριξε... Ἥρη ὅππως ἐξαπάφοιτο (ἀπόλ. ἐρώτ. πῶς ἐξαπάφωμαι;) Ἰλ. Ξ. 159· μερμήριξεν ὅπως ἀπολοίατο πᾶσαι νῆες Ὀδ. Ι. 554, πρβλ. 420· οὐ γὰρ εἴχομεν... ὅπως δρῶντες καλῶς πράξαιμεν Σοφ. Ἀντ. 271· ἐπεμελήθημεν ὅπως ἐξαλειφθείη αὐτῷ τὰ ἁμαρτήματα Λυσ. 106. 35, πρβλ. 132. 36, Ξεν. Κύρ. 6. 2, 11. 4) μετ’ εὐκτικῆς καὶ τοῦ ἄν, ὅτε συχνάκις ἐκφράζεται ἐπιθυμία ἢ εὐχὴ ἥτις ἐν ἀπολ. λόγῳ θὰ ἐξεφέρετο διὰ τοῦ πῶς ἄν, σκόπει ὅπως ἂν ἀποθάνοιμεν ἀνδρικώτατα Ἀριστοφ. Ἱππ. 81 (διάφ. γραφ. ἀποθάνωμεν), πρβλ. Νεφ. 759· βουλευόμενοι ὅπως ἂν τὴν ἡγεμονίαν λάβοιεν τῆς Ἑλλάδος Ξεν. Ἑλλ. 7. 1, 33, πρβλ. Κύρ. 2. 1, 4· τῶν ἄλλων ἐπιμελεῖται ὅπως ἂν θηρῷεν ὁ αὐτ. 1. 2, 10· ἡ εὐκτ. μετὰ τοῦ ἂν καὶ ἡ ὑποτακτ. ἐνίοτε ἀπαντῶσιν ἐν ἀλλεπαλλήλοις προτάσεσιν, ὁ αὐτ. ἐν τοῖς Ἑλλ. 3. 2, 1. 5) ὅπως ἂν (κεν) μετὰ τῆς ὑποτ. παριστάνει τὸν τρόπον ἢ τὸν σκοπὸν ἀόριστον, πείρα ὅπως κεν δὴ σὴν πατρίδα γαῖαν ἵκηαι, προσπάθησον πῶς καθ’ οἷον δήποτε τρόπον νὰ φθάσῃς εἰς τὴν πατρίδα, μάλιστα ἡγουμένης προστ. ἢ ἀπαρεμφ. ἀντὶ προστ., Ὀδ. Δ. 545· φράζεσθαι ... ὅππως κε μνηστῆρας ... κτείνῃς Α. 296· σκοπεῖτε ..., ὅπως ἂν ὑμῖν πρᾶγος εὖ νικᾷ τόδε Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 233, κτλ.· φύλασσε ... ἔπειθ’, ὅπως ἂν ... ἡ χάρις ... ἐξ ἁπλῆς διπλῆ φανῇ Σοφ. Τρ. 618, Εὐρ. Ι. Α. 538· οὕτως ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ, ἐπιμελεῖσθαι ὅπως ἄν..., Ξεν. Κύρ. 8. 3, 6, Πλάτ. Πρωτ. 326Α· μηχανᾶσθαι ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρ. 239Β, Γοργ. 481Α, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 917. 6) ὁ Ξεν. ἐνίοτε μεταχειρίζεται τὸ ὅπως, σχεδὸν ὡς τὸ ὥστε, μετ’ ἀπαρ, ἐπεμελήθη προθύμως, ὅπως διπλάσια ... σῖτα καὶ ποτὰ παρασκευασθῆναι Κύρ. 4. 2, 37, πρβλ. Οἰκ. 7, 29, Ἑλλ. 6. 2, 32. 7) μετὰ τὰ φόβου ἢ προσοχῆς καὶ προφυλάξεως σημαντικὰ ῥήματα τὸ ὅπως καὶ ὄπως μὴ εἶναι ἐν χρήσει μετὰ μέλλ. ὁριστ. ἢ ἀορ. ὑποτακτ.: ― ἡ γραφὴ συχνάκις εἶναι ἀμφίβολος· τὰ ἑπόμενα ἐβεβαιώθησαν ἄλλα μὲν ἐκ τοῦ μέτρου, ἄλλα δ’ ἐκ τοῦ τύπου, α) μετὰ μέλλ. ὁριστ.: δέδοιχ’ ὅπως μὴ τεύξομαι Ἀριστοφ. Ἱππ. 111· εὐλαβούμενοι ὅπως μὴ οἰχήσομαι Πλάτ. Φαῖδρ. 91C· φόβος … ἔστιν ... ὅπως μὴ αὖθις διασχισθησόμεθα ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 193Α. β) μετ’ ἀορ. ὑποτ., τὴν θεὸν δ’ ὅπως λάθω δέδοικα Εὐρ. Ι. Τ. 995· φυλάττω, ὅπως μὴ εἰς τοὐναντίον ἔλθῃς Ξεν. Ἀπομν. 3. 6, 16· σπανίως μετ’ ἐνεστ., οὐ φοβεῖ ὅπως μὴ ἀνόσιον πρᾶγμα τυγχάνῃς πράττων Πλάτ. Εὐθύφρων 4Ε· ― ἐνίοτε τὸ προηγούμενον ῥῆμα παραλείπεται, [δέδοιχα] ὅπως μὴ οὐκ ... ἔσομαι ὁ αὐτ. ἐν Μένωνι 77Α. γ) μετ’ εὐκτ. ἰσοδυναμούσης ὑποτακτικῇ, ἱστορικοῦ χρόνου ἡγουμένου, Ξεν. Ἀπομν. 2. 9, 3. 8) ἡ σύνταξις αὕτη εἶναι συχνοτάτη ἐπὶ προστακτικῆς ἢ ἀπαγορευτικῆς ἐννοίας: κατὰ τὴν ἀρχικὴν σύνταξιν ῥῆμά τι προηγεῖται σημαῖνον προσοχὴν ἢ προφύλαξιν, ὅρα ὅκως μή σευ ἀποστησώμεθα Ἡρόδ. 3. 36· ἄθρει .. ὅπως μὴ ἐκδύσεται Ἀριστοφ. Σφ. 140· τηρώμεσθ’ ὅπως μὴ .. αἰσθήσεται αὐτόθι 372· ― ἀλλὰ τὸ ῥῆμα τοῦτο κατήντησε νὰ παραλείπηται, τὸ δὲ ὅπως ἢ ὅπως μὴ μετὰ μέλλ. ὁριστ. ἢ ἀορ. ὑποτ. εἶναι ἀκριβῶς = προστακτ., ὡς φαίνεται ἐκ χωρίων οἷον τὸ ἔμβα χὤπως ἀρεῖς Ἀριστοφ. Βάτρ. 377· ― ἡ συνηθεστάτη σύνταξις εἶναι, α) ἡ μετὰ μέλλ. ὁριστ., ὅκως λόγον δώσεις τῶν μετεχείρισας χρημάτων, = δίδου λόγον, Ἡρόδ. 3. 142· ὅπως παρέσει μοι = πάρισθι, Ἀριστοφ. Ὄρν. 131· ὅπως πετήσει ὁ αὐτ. ἐν Εἰρ. 77, πρβλ. Ξεν. Ἀν. 1. 7, 3, Λυσ. 93. 36, 124. 39, Πλάτ. Γοργ. 487D, 489A, κτλ.· ― ὁμοία χρῆσις ἐπὶ τοῦ α΄ προσώπου εἶναι σπανία· ― ἧττον συνήθης σύνταξις εἶναι β) ἡ μετ’ ἀορ . ὑποτ., ὅπως μή τι ὑμῖν πανώλεθρον κακὸν ἐς τὴν χώρην ἐσβάλωσι Ἡρόδ. 6. 85· ὅπως μὴ ... ᾗ τοῦτο Πλάτ. Κρατ. 430D. ― Τὰ Ἀντίγραφα συχνάκις ποικίλλουσιν, οἷον μεταξύ διδάξεις καὶ -ξῃς ἐν Ἀριστοφ. Νεφ. 824· τιμωρήσονται καὶ -σωνται ἐν Θουκ. 1. 56· πράξομεν καὶ -ωμεν αὐτόθι 82· θορυβήσει καὶ -σῃ ἐν Δημ. 170. 3· ἐξαπατήσει καὶ -σῃ ἐν Πλάτ. Πρωτ. 313C, κτλ. Ὁ Dawes ἐν τῷ Misc. Crit. σελ. 228 κἑξ, διισχυρίζεται ὅτι τὰ ὅπως καὶ ὄπως μὴ οὐδέποτε ἦσαν ἐν χρήσει παρὰ τοῖς δοκίμοις μετὰ ὑποτακτ. ἀορ. α΄, ἀλλὰ μόνον τοῦ ἀορ. β΄· καὶ οἱ ἐκδόται σπανίως ἐπιτρέπουσι τὸ πρῶτον (ὑποτ. ἀορ α΄), εἰ μὴ ὅπου τὸ μέτρον ἢ ὁ γραμματικὸς τύπος ἀναγκάζει. Ὅτι τὸν ἀόρ. α΄ ἐν τῇ συντάξει ταύτῃ οἱ παλαιοὶ ἀπέφευγον εἶναι βέβαιον, ἂν καὶ οὐδεὶς ἀποχρῶν λόγος ἔχει δοθῆ περὶ τούτου. 9) τὸ ὅπως κεῖται ὡς ἠχὼ τοῦ προηγουμένου πῶς; οὕτως ἐν διαλόγῳ: Α. καὶ πῶς; Β. ὅπως; [ἐρωτᾷς] πῶς; Ἀριστοφ. Ἱππ. 128· Α. πῶς με χρὴ καλεῖν; Β. ὅπως; ὁ αὐτ. ἐν Νεφ. 677, πρβλ. Πλ. 139. 10) μετὰ γεν. τρόπου (ἴδε ἀνωτ. Ι. 5), πρβλ. οὐκ οἶδα παιδείας ὅπως ἔχει καὶ δικαιοσύνης, ὡς πρὸς τὴν ..., Πλάτ. Γοργ. 470Β, πρβλ. Πολ. 389C. Β. Ἐκ τῆς χρήσεως τοῦ ὅπως ἐν πλαγίαις ἐρωτήσεσιν, εὐκόλως κατανοεῖται ἡ ἔννοια καὶ σύνταξις τοῦ αὐτοῦ μορίου ὡς ΤΕΛΙΚΟΥ ΣΥΝΔΕΣΜΟΥ, ἵνα, διὰ νά…, ὅτε ἡ πρώτη σημασία τοῦ τρόπου ἀπορροφεῖται ἐν τῇ σημασίᾳ τοῦ σκοποῦ ἢ σχεδίου, πρβλ. τὸ ἵνα, πρὸς ὃ ἐνίοτε ἐναλλάσσεται, Ἀντιφῶν 114. 1-8, Ἀνδοκ. 25, 15-18, Λυκοῦργ. 164. 39 κἑξ. 1) μεθ’ ὑποτ. α) ἀρκτικοῦ χρόνου ἡγουμένου ἢ ὑποτακτικῆς ἢ προστ., τὸν δὲ μνηστῆρες ... λοχῶσιν, ὅπως ἀπὸ φῦλον ὄληται νώνυμον ἐξ Ἰθάκης Ἀρκεισίου ἀντιθέοιο Ὀδ. Ξ. 181, πρβλ. Αἰσχύλ. Χο. 873, Σοφ. Φ. 238, Ἠλ. 457, Ξεν. Ἀπομν. 2. 10, 2, Πλάτ. Γοργ. 515C, κτλ. β) ἱστορικοῦ χρόνου ἡγουμένου (ἴδε ἵνα Β. 1. 1. β), ὅταν δὲν ὑπάρχῃ τύπος πρκμ. ἢ ὅταν ὁ ἀόρ. ἀναπληροῖ τὸν πρκμ., ξυνελέγημεν ἐνθάδε, ὅπως προμελετήσωμεν, συνεκλήθημεν, δηλ. ἔχομεν συνέλθει εἰς ἐκκλησίαν, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 117· παρήλθομεν ..., ὅπως μὴ χεῖρον βουλεύσησθε Θουκ. 1. 73· ὡσαύτως ὅταν τὸ συμβησόμενον κρίνηται ἐκ τοῦ κυρίου ὑποκειμένου, ἦλθον πρεσβευσόμενοι, ὅπως μὴ σφίσι ... τὸ Ἀττικὸν ἐμπόδιον γένηται ὁ αὐτ. 1. 31, πρβλ. 57, 65, κτλ.· ― ἐνίοτε ἡ εὐκτ. καὶ ὑποτ. ἀπαντῶσιν ἐν ἀλλεπαλλήλοις προτάσεσιν, ὁ αὐτ. 3. 22., 6. 96., 7. 17, πρβλ. Ξεν. Ἑλλ. 3. 2, 1. 2) μετ’ εὐκτ., ἱστορικοῦ χρόνου ἡγουμένου, πὰρ δὲ οἱ αὐτὸς ἔστη, ὅπως ... κῆρας ἀλάλκοι Ἰλ. Φ. 547· συχνότερον ἐν τῇ Ὀδ., ὡς Ν. 318, Ξ. 312, Σ. 160, Χ. 472· οὕτω παρὰ Σοφ. Ο. Τ. 1005, Ο. Κ. 1305, Ξεν. Κύρ. 1. 4, 25, Πλάτ. Τίμ. 77Ε, κτλ.· ― οὕτως ἱστορικοῦ ἐνεστῶτος ἡγουμένου, πέμπει τούσδ’ ὅπως κτείνειαν Αἰσχύλ. Πέρσ. 450· ἡγεμόνα πέμπει ὅπως ἄγοι Ξεν. Ἀν. 4. 7, 19· μετὰ ὑποτακτ., ἔλθοι ... ὅπως γένοιτο Αἰσχύλ. Εὐμ. 297, πρβλ. Σοφ. Αἴ. 1221. 3) μεθ’ ὁριστ., α) ἱστορικῶν χρόνων εἰς δήλωσιν ἐπακολουθήματος ὅπερ δὲν ἐπηκολούθησεν ἢ ἀδύνατον εἶναι νὰ ἀκολουθήσῃ, εἴθ’ εἶχε φωνὴν ἔμφρον’ ἀγγέλου δίκην, ὅπως δίφροντις οὖσα μὴ ’κινυσσόμην Αἰσχύλ. Χο. 196, πρβλ. Σοφ. Ἠλ. 1134· ― σπάνιον παρὰ πεζογράφοις, ἐδεξάμην ἂν ... φράσαι πρὸς ὑμᾶς …, ὅπως ... προῄδειτε Ἀνδοκ. 22. 23· τίς οὐκ ἄν... ταῦτα ἐδήλωσεν, ὅπως ... ταῦτα ἠλέγχθη Δημ. 950. 17· ― οὕτω μετὰ τὰ ῥήματα ἔδει, ἐχρῆν, καὶ τὰ ὅμοια, ὅτε ἐννοεῖται ὑποχρέωσίς τις ἢ προσδοκία ἀνεκπλήρωτος, οὐκοῦν ἐχρῆν σε Πηγάσου ζεῦξαι πτερόν, ὅπως ἐφαίνου τοῖς θεοῖς τραγικώτερος Ἀριστοφ. Εἰρ. 135· τί... οὐκ ἔρριψ’ ἐμαυτὴν .. ὅπως ἀπηλλάγην; Αἰσχύλ. Πρ. 749. β) μέλλοντος, θέλγει ὅπως Ἰθάκης ἐπιλήσεται (= φραζομένη ὅπως ἐπ.) Ὀδ. Α. 57, πρβλ. Ἰλ. Α. 136· χρὴ ἀναβιβάζειν ἐπὶ τὸν τροχὸν τοὺς ἀναγραφέντας, ὅπως μὴ πρότερον νὺξ ἔσται Ἀνδοκ. 6. 48· ἐμισθώσατο τοῦτον ..., ὅπως συνερεῖ Δημ. 443. 1· ― ἐνίοτε ὁ μέλλ. τῆς ὁριστ. καὶ ὁ ἀόρ. τῆς ὑποτ. ἀπαντῶσιν εἰς συνεχεῖς προτάσεις, σιγᾶθ’, ὅπως μὴ πεύσεταί τις, ὦ τέκνα, γλώσσης χάριν δὲ πάντ’ ἀπαγγείλῃ τάδε Αἰσχύλ., Χο. 263. ΙΙ. τὸ ὅπως ἐνίοτε εἶνε ἐν χρήσει ὡς τὸ Λατ: ut, κατόπιν ῥημάτων δεήσεως ἢ παρακλήσεως σημαντικῶν ἀντὶ τῆς ἀπαρ., λίσσεσθαι ... ὅπως νημερτέα εἴπῃ Ὀδ. Γ. 19· αἰτεῖσθαι ὅπως μὴ καταψηφίσησθε Ἀντιφῶν 112. 41· δεήσεται ..., ὅπως δίκην μὴ δῷ ὁ αὐτ. 114. 1· ὅπως μὴ ἀποθάνῃ ἠντιβόλει Λυσ. 194. 25· παρακελεύεσθε ὑμῖν αὐτοῖς ὅπως ... ἐξίητε Λυκοῦργ. 165. 40· οὕτω μετὰ τοῦ ἄν, δεῖταί μου σφόδρα ὅπως ἂν οἰκουρῇ Ἀριστοφ. Ἀχ. 1060, πρβλ. Ἡρόδ. 2. 126., 3. 44· διεκελεύετο ὅπως ἂν ... ἐγγράφωσί με Ἰσαῖ. 66. 14· οὕτω, δεῖ σ’ ὅπως δείξεις (ἀντὶ δεῖ σε δεῖξαι), Σοφ. Αἴ. 556, συχνάκις ἑρμηνεύεται ὡς ἔλλειψις ἀντὶ τοῦ δεῖ σ’ ὁρᾶν (σκοπεῖν) ὅπως, πρβλ. Φιλοκτ. 55. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 170.
English (Autenrieth)
how, in order that, as.—(1) indirect interrog., οὐδέ τί πω σάφα ϝίδμεν ὅπως ἔσται τάδε ϝέργα, ‘how these things will be,’ Il. 2.250; then implying purpose, φράζεο νῦν ὅππως κε πόλιν καὶ ϝάστυ σαώσεις, ‘how you are to save,’ Il. 16.144; and purely final, λίσσεσθαι δέ μιν αὐτός, ὅπως νημερτέα ϝείπῃ, ‘that he speak the truth,’ Od. 3.19.—(2) rel., as; ἔρξον ὅπως ἐθέλεις, Il. 4.37; θαύμαζεν δ' ὁ γεραιός, ὅπως ἴδεν ὄφθαλμοῖσιν, Od. 3.373; causal, Od. 4.109.
English (Slater)
ὅπως
a how introducing object cl.
I c. aor. ind. κατέφρασεν, ὁπᾷ ἔθυε, καὶ πενταετηρίδ' ὅπως ἄρα ἔστασεν ἑορτὰν (O. 10.56)
II c. fut. ind. οὐ γὰρ ἔσθ' ὅπως τὰ θεῶν βουλεύματ ἐρευνάσει βροτέᾳ φρενί fr. 61. 3.
III c. aor. opt. ὄφρα ἐν φρασὶ πάξαιθ' ὅπως σφίσι μὴ κοίρανος ὀπίσω πάλιν οἴκαδ Μέμνων μόλοι (N. 3.62)
b = ὡς, in comparison, like ἔλαμψαν δ' ἀελίου δέμας ὅπῳ[ς] ἀγλαὸν ἐς φάος ἰόντες δίδυμοι παῖδες (supp. Maas: ὁπό[τ] G-H) (Pae. 12.14)
English (Strong)
from ὅς and πῶς; what(-ever) how, i.e. in the manner that (as adverb or conjunction of coincidence, intentional or actual): because, how, (so) that, to, when.
English (Thayer)
(from πῶς and the relative ὁ), with the indicative, a relative adverb but, like the Latin ut, assuming also the nature of a conjunction (cf. Winer's Grammar, 449 (418f)). I. As an adverb; as, in what manner, how; once so in the N.T. in an indirect question, with the indicative: οὐκ ἔγνως, ὅπως κτλ., II. A conjunction, Latin ut, answering to the German dass, that; in classical Greek with the optative, and subjunctive, and future indicative; cf. especially Klotz ad Devar. ii. 2, p. 681ff But the distinction observed between these constructions by the more elegant Greek writings is quite neglected in the N.T., and if we except L T Tr (ὅπως θανατώσουσιν) ( elz), only the subjunctive follows this particle (for in ὅπως ... ζήσεται, L text T Tr WH have correctly restored ἵνα ... ζήσῃ); cf. Winer's Grammar, 289 (271); Buttmann, 233 f (201 f); (214 (185)).
1. It denotes the purpose or end, in order that; with the design or to the end that; that;
a. without ἄν — after the present, ἐστε to be supplied, ὅπως μή, R G (see above)); ὅπως μή, in after imperatives, ὅπως μή, ἵνα and the aorist subjunctive, ὅπως πληροθη, i. e. that according to God's purpose it might be brought to pass or might be proved by the event, of O. T. prophecies and types (see ἵνα, II:3 at the end): L T Tr WH ἵνα); ὅπως ἄν, that, if it be possible, R G; that, if what I have just said shall come to pass, R. V. that so); Buttmann, 234 (201)); examples from the Sept. are given in Winer's Grammar, § 42,6.
2. As in the Greek writings also (cf. Winer's Grammar, 338 (317); (Buttmann, § 139,41)), ὅπως with the subjunctive is used after verbs of praying, entreating, asking, exhorting, to denote what one wishes to be done: L ἵνα); συμβούλιον ἐδίδουν ... ὅπως αὐτόν ἀπολέσωσιν, they took counsel to destroy him is equivalent to how they might destroy him, and also to to this end that they might destroy him; cf. Kühner, § 552Anm. 3, ii., p. 892).
Greek Monotonic
ὅπως: Επικ. και Αιολ. ὅππως, Ιων. ὅκως (σύνθ. από το αναφορ. ὅ ή ὅς, και το επίρρ. πῶς)·
Α. Επίρρ. ως σύνδ. του τρόπου, όπως, κατά τέτοιο τρόπο όπως, και με ερωτημ. ισχύ πώς; με ποιον τρόπο; Λατ. ut, quomodo. Β. τελικός σύνδ., ως το ἵνα, να, για να.
Α. Επίρρ. ως ΣΥΝΔ. του τρόπου, πώς, όπως·
I. 1. Αναφορ. στο ὡς ή το οὕτως, με τέτοιο τρόπο όπως, όπως, Λατ. ut, sicut, ἔρξον ὅπως ἐθέλεις, σε Όμηρ.· με οριστ. μέλ., ιδίως μετά από ρήματα που δηλώνουν όραση, πρόνοια, φροντίδα, με ποιον τρόπο, πώς· ἔπρασσον ὅπως τις βοήθεια ἥξει, σε Θουκ.
2. με το ἄν (Επικ. κε), και υποτ. σε αοριστολογικές προτάσεις, ακριβώς όπως, οπωσδήποτε, με οποιονδήποτε τρόπο, ὅππως κεν ἐθέλῃσιν, σε Ομήρ. Ιλ.· οὕτως ὅπως ἂν αὐτοὶ βούλωνται, σε Ξεν.
3. με ευκτ. μετά από ιστορικούς χρόνους, οὕτως ὅπως βούλοιντο, στον ίδ.
4. οὐκ ἔστιν ὅπως, δεν υπάρχει τρόπος με τον οποίο, είναι αδύνατον να, οὐκ ἔσθ' ὅπως σιγήσομαι, σε Αριστοφ.· ομοίως, οὐκ ἔστιν ὅπως οὐ, fieri non potest quin, οὐκ ἔσθ' ὅπως οὐ ναυτιᾷς, στον ίδ.· ομοίως σε ερωτήσεις, ἔσθ' ὅπως ἔλθωμεν, μπορούμε ίσως να έλθουμε; στον ίδ.
5. όπως το ὡς σε συγκρίσεις, όπως, σχεδόν όπως, κῦμ' ὅπως, σε Αισχύλ. κ.λπ.
6. επίσης, όπως το ὡς ή το ὅτι, Λατ. quam, με υπερθ. επιρρ., ὅπως ἄριστα, στον ίδ.· ὅπως ἀνωτάτω, όσο το δυνατόν ψηλότερα, σε Αριστοφ.
7. με γεν., σοῦσθε ὅπως ποδῶν (ενν. ἔχετε), τρέξτε όσο είναι δυνατόν για τα πόδια σας, δηλ. όσο πιο γρήγορα μπορείτε, σε Αισχύλ.
8. ορισμένες φορές λέγεται για χρόνο, όταν, όποτε, ὅπως ἴδον αἷμ' Ὀδυσῆος, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· με ευκτ., οποτεδήποτε, ὅπωςμὲν εἴη καρπὸς ἁδρός, σε Ηρόδ.· με υπερθ. επιρρ., ὅπως τάχιστα, σε Αισχύλ.
9. οὐχ ὅπως..., ἀλλά..., όχι μόνο δεν..., αλλά... (όπου παραλείπεται το λέγω ή το ἐρῶ)· οὐχ ὅπως κωλυταὶ γενήσεσθε, ἀλλὰ καί... δύναμιν προσλαβεῖν περιόψεσθε, όχι μόνον θα γίνετε εμπόδιο, αλλά επίσης..., σε Θουκ. κ.λπ.· ομοίως, ορισμένες φορές μὴ ὅπως (όπου πρέπει να συμπληρωθεί μία προστ.)· μὴὅπως ὀρχεῖσθαι ἀλλ' οὐδὲ ὀρθοῦσθαι ἐδύνασθε, δεν μπορείτε να χορεύετε, αλλ' ούτε καν να στέκεστε όρθιοι (δηλ. απέχετε πολύ από το να είστε ικανοί να χορεύετε), σε Ξεν.
II. 1. σε πλάγιες ερωτήσεις, πώς, με ποιο μέσο ή τρόπο, οὐδὲ ἴδμεν ὅπως ἔσται τάδε ἔργα, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· επίσης, λεύσσει ὅπως τι γένηται, στο ίδ.
2. με ευκτ., μετά από ιστορικούς χρόνους, μερμήριξεν ὅπως ἀπολοίατο νῆες, σε Ομήρ. Οδ.
3. το ὅπως iν (κεν), με υποτ. δίνει στην έννοια του τρόπου κάποια αοριστία· πείρα ὅπως κεν δὴ σὴν πατρίδα γαῖαν ἵκηαι, προσπάθησε κάπως ή πώς με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, στο ίδ.· μετά από ρήματα φόβου, επιφύλαξης, ενδοιασμού, τα ὅπως και ὅπως μὴ συντάσσονται με οριστ. μέλ. ή υποτ. αορ., δέδοιχ' ὅπωςμὴ τεύξομαι, σε Αριστοφ.· ὅπως λάθω δέδοικα, σε Ευρ.· συχνά για να δηλώσει προσταγή, ἄρθρει, ὅπως μὴ ἐκδύσεται, σε Αριστοφ.· απ' όπου, το ὅπως ή ὅπως μὴ συντάσσονται με μέλ. ή υποτ. ακριβώς σαν να ήταν προστ., ὅπως παρέσει μοι = πάρισθι, να είσαι παρών, στον ίδ.· ὅπως μὴ ᾖ τοῦτο, σε Πλάτ.
4. το ὅπως λειτουργεί ως ηχώ σ' ένα προηγούμενο πῶς; σε διάλογο, Α: καὶ πῶς; Β: ὅπως; (ρωτάς) πώς; σε Αριστοφ.· Α: πῶς με χρὴ καλεῖν; Β: ὅπως; στον ίδ. Β. ΤΕΛΙΚΟΣ ΣΥΝΔ.,
1. να, για να, Λατ. quo = ut, με υποτ.· μετά από αρκτικούς χρόνους, τὸν δὲ μνηστῆρες λοχῶσιν, ὅπως ὄληται, σε Ομήρ. Οδ.
2. με ευκτ., μετά από ιστορικούς χρόνους, πὰρ δέ οἱ αὐτὸς ἔστη, ὅπως κῆρας ἀλάλκοι, σε Ομήρ. Ιλ.
3. με οριστ. ιστορικού χρόνου, λέγεται για να εκφράσει συνέπεια που δεν ακολούθησε ή δεν είναι δυνατόν να ακολουθήσει, τί οὐκ ἔρριψ' ἐμαυτὴν τῆσδ' ἀπὸ πέτρας, ὅπως ἀπηλλάγην, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
[compd. of the relat. ὅ or ὅς, and the adv. πῶς]
A. Conj. of Manner, as, in such manner as, and with interrog. force how, in what manner, Lat. ut, quomodo.
B. FINAL CONJ., like ἵνα, that, in order that.
A. CONJ. OF MANNER, how, as:
I. Relative to ὥς or οὕτως, in such manner as, as, Lat. ut, sicut, ἔρξον ὅπως ἐθέλεις Hom.; with fut. Ind., esp. after Verbs of seeing, providing, taking care that, in what manner, how, ἔπρασσον ὅπως τις βοηθεία ἥξει Thuc.
2. with ἄν (epic κἐ and Subj. in indefinite sentences, just as, however, ὅππως κεν ἐθέλῃσιν Il.; οὕτως ὅπως ἂν αὐτοὶ βούλωνται Xen.
3. with opt. after historical tenses, οὕτως ὅπως βούλοιντο Xen.
4. οὐκ ἔστιν ὅπως there is no way in which, it cannot be that, οὐκ ἔσθ' ὅπως σιγήσομαι Ar.; so, οὐκ ἔστιν ὅπως οὐ, fieri non potest quin, οὐκ ἔσθ' ὅπως οὐ ναυτιᾷς Ar.: —so in questions, ἔσθ' ὅπως ἔλθωμεν can we possibly come? Ar.
5. like ὡς in comparisons, as, like as, κῦμ' ὅπως Aesch., etc.
6. also like ὡς or ὅτι, Lat. quam, with Sup. of Advs., ὅπως ἄριστα Aesch.; ὅπως ἀνωτάτω as high up as possible, Ar.
7. with a gen. added, σοῦσθε ὅπως ποδῶν (sc. ἔχετἐ run as you are off for feet, i. e. as quick as you can, Aesch.
8. sometimes of time, when, ὅπως ἴδον αἷμ' Ὀδυσῆος Il., etc.; with opt., whenever, ὅπως μὲν εἴη καρπὸς ἁδρός Hdt.; with Sup. of Advs., ὅπως τάχιστα Aesch.
9. οὐχ ὅπως . ., ἀλλὰ . ., not only not . . but . . (where there is an ellipsis of λέγω or ἐρῶ), οὐχ ὅπως κωλυταὶ γενήσεσθε, ἀλλὰ καὶ . . δύναμιν προσλαβεῖν περιόψεσθε, not only will you not become hinderers, but you will also . ., Thuc., etc.:—so sometimes μὴ ὅπως (where an imperat. must be supplied), μὴ ὅπως ὀρχεῖσθαι ἀλλ' οὐδὲ ὀρθοῦσθαι ἐδύνασθε do not think that you can dance, but not even could you stand upright (i. e. so far from being able to dance), Xen.
II. in indirect questions, how, in what way or manner, οὐδὲ ἴδμεν ὅπως ἔσται τάδε ἔργα Il., etc.:—also λεύσσει ὅπως τι γένηται Il.
2. with Opt., after tenses of past time, μερμήριξεν ὅπως ἀπολοίατο νῆες Od.
3. ὅπως ἄν (κεν) with the Subj. makes the manner indefinite, πείρα ὅπως κεν δὴ σὴν πατρίδα γαῖαν ἵκηαι try how or that in some way or other, Od.; after Verbs of fear and caution, ὅπως and ὅπως μή are used with Fut. Ind. or Aor. Subj., δέδοιχ' ὅπως μὴ τεύξομαι Ar.; ὅπως λάθω δέδοικα Eur.:—this construction is most freq. in an imperative sense, ἄθρει, ὅπως μὴ ἐκδύσεται Ar.:—hence ὅπως or ὅπως μή are used with fut. or Subj. just like the imperat., ὅπως παρέσει μοι = πάρισθι, be present, Ar.;— ὅπως μὴ ᾖ τοῦτο Plat.
4. ὅπως is used as the echo to a preceding πῶς; in dialogue: A. καὶ πῶς; B. ὅπως; [d'ye ask] how? Ar.; A. πῶς με χρὴ καλεῖν; B. ὅπως; Ar.
B. as FINAL CONJ. that, in order that, Lat. quo = ut, with Subj. after principal tenses, τὸν δὲ μνηστῆρες λοχῶσιν, ὅπως ὄληται Od.]
2. with Opt. after historical tenses, πὰρ δέ οἱ ἔστη, ὅπως κῆρας ἀλάλκοι Il.
3. with Ind. of historical tenses, of consequence which has not followed or cannot follow, τί οὐκ ἔρριψ' ἐμαυτὴν τῆσδ' ἀπὸ πέτρας, ὅπως ἀπηλλάγην Aesch.
Chinese
原文音譯:Ópwj 何-坡士
詞類次數:副詞 連詞(56)
原文字根:這-?正如(這) 相當於: (לְמַעַן / מַעַן) (עֲבוּר)
字義溯源:如何,怎樣(副詞),這樣,這是,叫,若,要,讓,竟,將,願,使,以致,故意,故意叫,故意要,既然,特要,為要,那要,要在,要使,為使,好使,好去,好叫,因此(連詞);由(ὅς / ὅσγε)*=那)與(πῶς)=怎樣)組成;其中 (σαρκικός)出自(ποῦ)=如何),而 (ποῦ)又出自(πορφυρόπωλις)X*=有些,甚麼)
出現次數:總共(53);太(17);可(1);路(7);約(1);徒(14);羅(3);林前(1);林後(2);加(1);帖後(1);門(1);來(2);雅(1);彼前(1)
譯字彙編:
1) 叫(9) 太5:16; 太6:18; 太9:38; 太23:35; 路2:35; 徒9:12; 徒9:17; 徒15:17; 帖後1:12;
2) 要(8) 太8:34; 太26:59; 路7:3; 路10:2; 徒9:24; 徒23:23; 徒25:3; 加1:4;
3) 這樣(4) 太5:45; 林後8:11; 林後8:14; 門1:6;
4) 要叫(3) 太6:4; 徒8:15; 彼前2:9;
5) 怎樣(2) 太22:15; 可3:6;
6) 為要(2) 徒23:15; 徒25:26;
7) 這是(2) 太2:23; 太13:35;
8) 使(2) 林前1:29; 雅5:16;
9) 故意(2) 太6:2; 太6:5;
10) 要在(1) 徒23:20;
11) 為使(1) 徒20:16;
12) 顯(1) 羅3:4;
13) 特要(1) 羅9:17;
14) 既然(1) 來9:15;
15) 叫⋯因(1) 來2:9;
16) 要使(1) 羅9:17;
17) 准許(1) 徒9:2;
18) 讓(1) 路16:28;
19) 去(1) 路11:37;
20) 如何(1) 太12:14;
21) 這要(1) 太8:17;
22) 故意叫(1) 太6:16;
23) 以致(1) 路16:26;
24) 好使(1) 太2:8;
25) 這(1) 徒3:19;
26) 好去(1) 約11:57;
27) 竟(1) 路24:20;
28) 好叫(1) 徒8:24
English (Woodhouse)
as, relative, in order that, in the way in which, in whatever way, of comparison