λεοντομάχος
English (LSJ)
[ᾰ], ον,
A fighting with a lion, Epic.Oxy.412.40, Hdn.Gr.1.232:—also λεοντο-μάχᾱς, Theoc.Ep.22.2.
Greek (Liddell-Scott)
λεοντομάχος: -ον, μαχόμενος μετὰ λέοντος, Ποιητὴς ἐν τοῖς Ὀξων. Ἀνεκδ. 2. 48.
[ᾰ], ον,
A fighting with a lion, Epic.Oxy.412.40, Hdn.Gr.1.232:—also λεοντο-μάχᾱς, Theoc.Ep.22.2.
λεοντομάχος: -ον, μαχόμενος μετὰ λέοντος, Ποιητὴς ἐν τοῖς Ὀξων. Ἀνεκδ. 2. 48.