λεοντομάχος

From LSJ

Ἤθη πονηρὰ τὴν φύσιν διαστρέφει → Bonae indolis venena sunt mores mali → Verdorbne Sitten sind verderblich der Natur

Menander, Monostichoi, 203
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεοντομᾰ́χος Medium diacritics: λεοντομάχος Low diacritics: λεοντομάχος Capitals: ΛΕΟΝΤΟΜΑΧΟΣ
Transliteration A: leontomáchos Transliteration B: leontomachos Transliteration C: leontomachos Beta Code: leontoma/xos

English (LSJ)

[ᾰ], ον, fighting with a lion, Epic.Oxy.412.40, Hdn.Gr.1.232:—also λεοντομάχας, Theoc.Ep.22.2.

Greek (Liddell-Scott)

λεοντομάχος: -ον, μαχόμενος μετὰ λέοντος, Ποιητὴς ἐν τοῖς Ὀξων. Ἀνεκδ. 2. 48.

Greek Monolingual

λεοντομάχος, -ον (Α)
αυτός που μάχεται με λιοντάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεοντ(ο)- + -μάχος (< μάχομαι), πρβλ. θεομάχος, ιππομάχος].