λυκοδίωκτος

Revision as of 19:39, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

English (LSJ)

[ῐ], ον,

   A wolf-chased, δάμαλις A.Supp.351 (lyr., restored by Herm. for λευκόδικτος).

Greek (Liddell-Scott)

λῠκοδίωκτος: -ον, καταδιωχθεὶς ὑπὸ λύκου, δάμαλις Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 350 (ἐκ διορθώσεως τοῦ Ἑρμάνν. ἀντὶ λευκόδικτος).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
poursuivi par un loup.
Étymologie: λύκος, διώκω.