ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)
λώδιξ: -ῑκος, ἡ, σκέπασμα, Λατ. lodix, Ἀρρ. Περίπλ. Ἐρυθρ. Θαλάσσ. σ. 13· - ὑποκορ. λωδίκιον, τό, «ἱμάτιον ἐκπετάσας, τουτέστι λωδίκιον, εἴτε οὖν παλλίον» Ἐπιφάν. ΙΙ. 188Β.