μεταγλωττιστής

Revision as of 11:41, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_19)

German (Pape)

[Seite 145] ὁ, der Dolmetscher, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μεταγλωττιστής: -οῦ, ὁ, ἑρμηνευτής, μεταφραστής, Σγουροπούλου Ἱστορία τῆς Φλωρεντ. Συνόδου 2, 28, 4, 22, 5, 2, 4, κτλ.