ὁ,
A neighing of horses, Hsch.; cf. μιμάξασα.
[Seite 187] ὁ, das Wiehern der Pferde, Hesych.
μιμιχμός: ὁ, ὁ χρεμετισμὸς τοῦ ἵππου, Λατ. hinnῑtus, Ἡσύχ., παρ’ ᾧ κεῖται καὶ μιμάξασα (ἐκ τοῦ μιμάζω), «χρεμετίσασα, φωνήσασα».