μιμάξασα

From LSJ

δέξηται, δέχονται, ύπεδέξατο, προσδέχεται → should receive, receive, received, receives

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μιμάξασα Medium diacritics: μιμάξασα Low diacritics: μιμάξασα Capitals: ΜΙΜΑΞΑΣΑ
Transliteration A: mimáxasa Transliteration B: mimaxasa Transliteration C: mimaksasa Beta Code: mima/casa

English (LSJ)

χρεμετίσασα, Hsch.; cf. μιμιχμός. μίμαρ· ἀναιδές, Id.

Greek (Liddell-Scott)

μιμάξασα: «χρεμετίσασα, φωνήσασα» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

μιμάξασα (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «χρεμετίσασα».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει διορθωθεί σε μιμίξασα < μιμιχμός «φωνή αλόγου»].