μοιράρχης
From LSJ
Ἡ κοιλία καὶ πολλὰ χωρεῖ κὠλίγα → Ut multa venter accipit, sic paucula → Der Bauch fasst wenig, aber ebenso auch viel
μοιράρχης: -ου, ὁ, ὁ ἀρχηγὸς μοίρας, στρατιωτικῆς διαιρέσεως (ἴδε μοῖρα Ι. 3), Λεόντ. Τακτ. 4, 8, 42, ὁ ἄλλως καλούμενος δρουγγάριος.