μοιράρχης
From LSJ
γυνὴ γὰρ οἴκῳ πῆμα καὶ σωτηρία → bane and salvation to a house is woman, bane or salvation to a house is woman, for a woman is disaster and salvation for the house
Greek (Liddell-Scott)
μοιράρχης: -ου, ὁ, ὁ ἀρχηγὸς μοίρας, στρατιωτικῆς διαιρέσεως (ἴδε μοῖρα Ι. 3), Λεόντ. Τακτ. 4, 8, 42, ὁ ἄλλως καλούμενος δρουγγάριος.
Greek Monolingual
μοιράρχης, ὁ (Μ)
ο αρχηγός της μοίρας, στρατιωτικού τμήματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοίρα + «τμήμα στρατού» + -άρχης (πρβλ. θαλαμάρχης, ομαδάρχης)].