μονοπόδιον

Revision as of 09:50, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_21)

German (Pape)

[Seite 204] τό, ein Tisch mit einem Fuße, Plin.

Greek (Liddell-Scott)

μονοπόδιον: τό, τράπεζα ἐπὶ ἑνὸς ποδὸς στηριζόμενη, Λίβιος 39, 6, ἐν τέλει· πρβλ. Πλίν. 34, 3, 8, § 14.