μονοπόδιον

From LSJ

γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → women know nothing except from what they want

Source

German (Pape)

[Seite 204] τό, ein Tisch mit einem Fuße, Plin.

Greek (Liddell-Scott)

μονοπόδιον: τό, τράπεζα ἐπὶ ἑνὸς ποδὸς στηριζόμενη, Λίβιος 39, 6, ἐν τέλει· πρβλ. Πλίν. 34, 3, 8, § 14.

Greek Monolingual

μονοπόδιον, τὸ (Α)
τραπέζι που στηρίζεται σε ένα πόδι.