ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα σαρκί χρώμενον → a human is a spirit furnished with flesh
[Seite 281] τό, = ξυλάριον, Sp.
ξῠλήριον: τό, = ξυλάριον, Φιλήμ. Λεξικ. Τεχνολ. § 116, ἴδε ξυλάριον.