Γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → The fool laughs even when there's nothing to laugh at
νεκροτάφιον: τό, τόπος ταφῆς τῶν νεκρῶν, κοιμητήριον, Συλλ. Ἐπιγρ. 8846. 2) ἐντάφιον, σάβανον, Νικήτ. Χων. ἐν Φαβρικ. Ἑλλ. Βιβλιοθ. τ. 6. 405, κλ.