πανέλοψ
English (LSJ)
ὁ, Dor. and Aeol. for πηνέλοψ, Alc.84, Ibyc.8.
Greek (Liddell-Scott)
πᾱνέλοψ: ὁ, Δωρ. καὶ Αἰολ. ἀντὶ πηνέλοψ, Ἀλκαῖ. 81, πρβλ. Ἴβυκ. 7.
ὁ, Dor. and Aeol. for πηνέλοψ, Alc.84, Ibyc.8.
πᾱνέλοψ: ὁ, Δωρ. καὶ Αἰολ. ἀντὶ πηνέλοψ, Ἀλκαῖ. 81, πρβλ. Ἴβυκ. 7.