πετραῖον
English (LSJ)
τό(
A = ἀσπάραγος ἄγριος, acc. to Ps.-Dsc.2.125), a rock plant, Thphr.HP9.15.7 (nisi leg. κατὰ), Nic.Fr.71.2 (πετρίου codd. Ath.).
Greek (Liddell-Scott)
πετραῖον: τό, φυτόν τι τῶν βράχων, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 15, 7.
τό(
A = ἀσπάραγος ἄγριος, acc. to Ps.-Dsc.2.125), a rock plant, Thphr.HP9.15.7 (nisi leg. κατὰ), Nic.Fr.71.2 (πετρίου codd. Ath.).
πετραῖον: τό, φυτόν τι τῶν βράχων, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 15, 7.