πλανοστιβής

Revision as of 20:07, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

English (LSJ)

ές,

   A trodden by wanderers, χθών A.Eu.76.

German (Pape)

[Seite 625] ές, von Herumirrenden betreten, Aesch. Eum. 76, χθών.

Greek (Liddell-Scott)

πλᾰνοστῐβής: -ές, ὁ πατούμενος ὑπὸ περιπλανωμένων ἀνθρώπων, Αἰσχύλ. Εὐμ. 76.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
foulé par des pas errants.
Étymologie: πλάνος, στείβω.