χθών
κεραυνὸν ἐν γλώττῃ φέρειν → carry a thunderbolt on his tongue
English (LSJ)
ἡ, gen. χθονός,
A earth, esp. the surface of the earth (rarely soil, χθονὸς τρίμοιρον χλαῖναν A.Ag.872): poet. word (Com. only in lyr. or paratrag.), very rare in Prose, LXX 3 Ki.14.15 (cod. Alex.), Supp.Epigr. 2.520 (Rome); seldom with Art. (only when an Adj. is added, v. infr. 11); ἀπὸ χ. ὑψόσ' ἀερθείς Od.8.375, cf. 10.149, Il.14.349; ἐξ ἵππων ἀποβάντες ἐπὶ χθόνα 8.492, cf. 11.619; ἐπὶ χθονὶ κεῖτο τανυσθείς 20.483; κατέθηκεν ἐπὶ χθονί 6.473, cf. 3.89; χθονὶ φύλλα πελάσσαι 13.180; ἐπὶ χθονί, opp. οὐρανῷ, 4.443; ζῶντος καὶ ἐπὶ χθονὶ δερκομένοιο 1.88; ἐπὶ χθονὶ σῖτον ἔδοντες Od.8.222, etc.; τοὶ ἐπὶ χθονὶ ναιετάουσι 6.153; ἄριστον ἄνδρα τῶν ἐπὶ χθονί S.Tr.811; χθόνα δύμεναι to go beneath the earth, i.e. to die, Il.6.411, Hes.Sc.151; ἐτέθαπτο ὑπὸ χθονός Od.11.52; κεκευθὼς ὑπὸ χθονὸς buried, A.Th.588; κατὰ χθονὸς κρύψαι τινά S.Ant.24, cf. OC1546 (Pass.); χθονὶ γυῖα καλύψαιμι Pi.N.8.38; κούφα σοι χ. ἐπάνωθε πέσοι E.Alc.463 (lyr.); opp. θάλασσα, A.Ag.576; ὑπὸ χθονός, of the nether world, Τάρταρον... ἧχι βάθιστον ὑπὸ χθονός ἐστι βέρεθρον Il.8.14; κάτω μελαίνας χ. Alc.Supp.7.10, cf. A.Eu.72; οἱ ὑπὸ χθονός φίλοι, i.e. those in the shades below, Id.Ch.833 (lyr.), cf. S.Ant.65; ὦ κατὰ χθονὸς θεαί, i.e. the Erinyes, A.Eu.115; εἰς τοὺς ἔνερθε καὶ κάτω χθονὸς τόπους ib. 1023.
2 earth, i.e. the world, Id.Pr.139 (anap.), Ag.528; ἐπ' ἔσχατα χθονός S.Fr.956.
3 Earth, as a goddess, A.Pr.207, Eu.6.
II land, country, once in Hom., εἴσατο δὲ χθών, of Ithaca, Od. 13.352; πολύμηλος χθών, of Libya, Pi.P.9.7; εὔκαρπος χθών, of Sicily, Id.N.1.14; freq. in Trag., freq. without Art., χθὼν Ἀσιᾶτις, χθὼν Φωκέων, A.Pers.61 (anap.), 485; with Art., πᾶσαν τὴν Μυκηναίων χθόνα S.El.423; τῆς περιρρύτου χθονὸς Αήμνου Id.Ph.1; τὴν Κορινθίαν χ. Id.OT795; τὴν ἐμὴν χ. Id.Aj.846; τῆς Ἀθηναίων χθονός (paratrag.) Ephipp. 14.13; even of a city, τῆσδε δημοῦχοι χ. S.OC1348; νόμους χθονός Id.Ant.368 (lyr.), cf. OT736,939; Com., ὦ πόλι φίλη Κέκροπος,.. οὖθαρ ἀγαθῆς χθονός Ar.Fr.110 (lyr.); ξένης ἀπὸ χ. Eup.71 (paratrag.). (Cf. Skt. loc. kṣámi 'on the ground', Hittite tegan 'ground', Tocharian tkan- 'place', Ir. dū 'place' (acc. don, dat. dun).)
German (Pape)
[Seite 1355] ἡ, gen. χθονός, Erde, Erdboden; ὑπὸ χθὼν σμερδαλέον κονάβιζε ποδῶν Il. 2, 465; ἐπὶ χθονὶ κεῖτο τανυσθείς 20, 483, u. sonst; sie heißt εὐρεῖα oft, wie εὐρυόδεια, πολυβότειρα; Hom. vrbdt auch ἐμεῦ ζῶντος καὶ ἐπὶ χθονὶ δερκομένοιο, Il. 1, 88 Od. 16, 439; vgl. ἐπὶ χθονὶ σῖτον ἔδοντες 8, 222; δύσζηλοι γάρ τ' εἰμὲν ἐπὶ χθονὶ φῦλ' ἀνθρώπων 7, 307; χθονὸς μὲν εἰς τηλουρὸν ἥκομεν πέδον Aesch. Prom. 1; κίον' οὐρανοῦ τε καὶ χθονὸς ὤμ οις ἐρείδων 349; u. oft in diesem Gegensatz bei den Tragg., wie im Gegensatz von θάλασσα, Aesch. Ag. 562; χθόνα δύμεναι, unter die Erde gehen, d. i. sterben, Il. 6, 411; Hes. Sc. 151; wie ὁ κατὰ χθονὸς Ἅιδης Aesch. Ag. 1359; οἱ ὑπὸ χθονὸς φίλοι, die Todten in der Unterwelt, Ch. 820; Ἐτεοκλέα κατὰ χθονὸς ἔκρυψε Soph. Ant. 24, wie ὑπ ὸ χθονὸς κεκε υθέναι Aesch. Spt. 588. – Dah. das Innere der Erde, der Erdschooß, s. Herm. Eur. Hec. 70. – Bei den Tragg. auch von den einzelnen Ländern, πᾶσα χθὼν Ἀσιῆτις Aesch Pers. 61; ἔς τε Φωκέων χθόνα 477, u. öfter; Soph. Phil. 477. 660 Ant. 1147 u. sonst; u. überh. = πόλις, Valck. Eur. Phoen. 6, Seidl. Troad. 4. – Vgl. χαμαί, humus.
French (Bailly abrégé)
χθονός (ἡ) :
terre :
1 la terre, le sol ; ἐπὶ χθονί IL à terre, sur le sol ; particul. sol propre à la culture;
2 terre, pays, contrée : χθὼν Ἀσία ESCHL la terre d'Asie ; χθὼν Εὐρώπη SOPH la terre d'Europe ; ξένη SOPH terre étrangère, hospitalière ; χθὼν πατρῴα ESCHL terre des ancêtres, patrie ; au sens de cité, État : νόμους χθονός SOPH lois de l'État;
3 l'ensemble du sol terrestre, la terre entière;
4 la terre comme séjour des vivants et des morts : ζῶντος καἰ ἐπὶ χθονὶ δερκομένοιο IL vivant et voyant le jour sur la terre ; au contraire, χθόνα δύμεναι IL s'enfoncer sous terre, càd mourir ; abs. οἱ ὑπὸ χθονός ESCHL ceux qui sont sous terre, les morts ; οἱ κατὰ χθονὸς θεοί ESCHL, αἱ κατὰ χθονὸς θεαί ESCHL les dieux, les déesses des Enfers.
Étymologie: cf. χθαμαλός, χαμαί.
Russian (Dvoretsky)
χθών: χθονός ἡ
1 земля, почва (ἐπὶ χθονὶ βαίνειν Hom.): ἐπὶ χθόνα ἀποβαίνειν ἐξ ἵππων Hom. сойти с коней на землю, спешиться; χθόνα ταράσσειν Pind. ворочать, т. е. обрабатывать землю; χθόνα δύμεναι Hom., Hes. погрузиться в землю, т. е. умереть; κατὰ χθονὸς κρύπτειν τινά Soph. хоронить кого-л.; οἱ ὑπὸ χθονός Aesch., Soph. усопшие; κατὰ χθονὸς θεαί Aesch. богини подземного царства;
2 земля, мир (ὁ περὶ πᾶσαν εἱλισσόμενος χθόνα Ὠκεανός Aesch.; πάντων ἄριστος ἀνὴρ τῶν ἐπὶ χθονί Soph.);
3 земля, страна, край (χ. Ἀσία Aesch.; χ. Κορινθία Soph.): κεκευθέναι πολεμίας ὑπὸ χθονός Aesch. быть погребенным во вражеской стране; ἥδε χ. Soph. эта, т. е. наша страна;
4 город (τῆσδε δημοῦχος χθονός Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
χθών: ἡ, γεν. χθονός, γῆ, ἔδαφος, μάλιστα τὸ ὁμαλὸν ἢ ἐπίπεδον μέρος τῆς ἐπιφανείας αὐτῆς (πρβλ. χθαμαλός, χαμαί), εἶναι δὲ ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. καὶ πᾶσι τοῖς ποιηταῖς (παρὰ τοῖς κωμ. ὅμως σπανίως καὶ μόνον ἐν παρῳδουμένοις χωρίοις τραγικῶν), ἀλλ’ οὐδαμοῦ ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ, ἐξαιρουμένης τῆς μεταφράσεως τῶν Ἑβδ.· σπανίως δὲ λαμβάνει τὸ ἄρθρον, καὶ μόνον ἐὰν ἐπιφέρηται ἐπιθετικός τις προσδιορισμός, ἴδε κατωτ. ΙΙ· ἀπὸ χθονὸς ὑψόσ’ ἀερθεὶς Ὀδ. Θ. 375, πρβλ. Κ. 149, Ἰλ. Ξ. 349· ἐξ ἵππων ἀποβάντες ἐπὶ χθόνα Θ. 492, πρβλ. Λ. 618· ἐπὶ χθονὶ κεῖτο τανυσθεὶς Υ. 483· ἐπὶ χθονὶ κατέθηκε Ζ. 473, πρβλ. Γ. 89· χθονὶ φύλλα πελάσσαι Ν. 180· ἐπὶ χθ., ἀντίθετον τῷ οὐρανῷ, Δ. 443· - εἰς δήλωσιν τῶν ἐπὶ τῆς γῆς βιούντων, ζῶντος καὶ ἐπὶ χθονὶ δερκομένοιο Α. 88· ἐπὶ χθ. σῖτον ἔδοντες Ὀδ. Η. 222, κτλ.· τοὶ ἐπὶ χθ. ναιετάουσι Ζ. 153· τἀνάπαλιν, χθόνα δύμεναι, εἰσελθεῖν εἰς τὴν γῆν, ἀποθανεῖν, Ἰλ. Ζ. 411, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 151· ἐτέθαπτο ὑπὸ χθονὸς Ὀδ. Λ. 52· οὕτω, ὑπὸ χθονὸς κεκευθέναι, ταφῆναι, Αἰσχύλ. Θήβ. 588· κατὰ χθονὸς κρύπτειν τινὰ Σοφ. Ἀντιγ. 24· χθονὶ γυῖα καλύψαιμι Πινδ. Ν. 8. 65, πρβλ. Σοφ. Οἰδ. Κολ. 1546· κούφα σοι χθὼν ἐπάνω πέσειε Εὐρ. Ἄλκ. 463· ἐναντίον τοῦ θάλασσα Αἰσχύλ. Ἀγ. 576. 2) ἐπὶ τοῦ κάτω κόσμου ἢ Ἅιδου, Τάρταρον …, ἦχι βάθιστον ὑπὸ χθονός ἐστι βέρεθρον Ἰλ. Θ. 14, πρβλ. Αἰσχύλ. Εὐμ. 72· οἱ ὑπὸ χθ., δηλ. οἱ ἐν τῷ κάτω κόσμῳ ζῶντες, αἱ σκιαί, οἱ νεκροί, Λατ. inferi, ὁ αὐτ. ἐν Χο. 833, Σοφ. Ἀντιγ. 65· αἱ κατὰ χθ. θεαί, δηλ. αἱ Ἐρινύες, Αἰσχύλ. Εὐμ. 249· εἰς τοὺς ἔνερθε καὶ κάτω χθ. τόπους αὐτόθι 1023· πρβ. καταχθόνιος. 3) γῆ, δηλ. σύμπασα ἡ γῆ, ὁ κόσμος ὁ αὐτ. ἐν Πρ. 139, Ἀγ. 528. Σοφ. Τραχ. 811, Ἀποσπ. 655. 4) ἡ Γῆ ὡς θεά, Αἰσχύλ. Πρ. 202, Εὐμ. 6. ΙΙ. ὡρισμένον μέρος γῆς ἢ χώρας, ἅπαξ παρ’ Ὁμ. εἴσατο δὲ χθών, καὶ ἐφάνη ἡ γῆ, δηλ. ἡ Ἰθάκη, Ὀδ. Ν. 352· πολύμηλος χθ., ἡ Λιβύη, Πινδ. Π. 9, 13· χθ. εὔκαρπος, ἐπὶ τῆς Σικελίας, ὁ αὐτ. ἐν Ν. 1. 20· - αὕτη εἶναι ἡ κοινοτάτη χρῆσις παρὰ τοῖς Τραγ., ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἄνευ τοῦ ἄρθρου, χθὼν Ἀσιᾶτις, Δωρίς, Ἀργεία, Ἀπία, Ἑλλάς, Ἰδαία, Αἰσχύλ. Πέρσ. 61, 485, κ. ἀλλ.· ἀλλὰ μετὰ τοῦ ἄρθρου, πᾶσαν τὴν Μυκηναίαν χθόνα Σοφ. Ἠ. 423· τῆς περιρρύτου χθ. Λήμνου ὁ αὐτ. ἐν Φιλ. 1· τὴν Κορινθίαν χθ. ὁ αὐτ. ἐν Οἰδ. Τυρ. 795· τὴν ἐμὴν χθ. ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 846· ἄνδρες τῆς Ἀθηναίων χθονὸς (χωρίον τραγικὸν παρῳδούμενον) Ἔφιππος ἐν «Ναυαγῷ» 1. 13· - οὕτω καὶ ἐπὶ μόνης μιᾶς πόλεως, τῆσδε δημοῦχος χθ. Σοφ. Οἰδ. Κολ. 1348· νόμους χθονὸς ὁ αὐτ. ἐν Ἀντιγ. 368, πρβλ. Οἰδ. Τύρ. 736, 939· -ὡσαύτως παρὰ κωμικ., ὦ πόλι φίλη Κέκροπος, .. οὖθαρ ἀγαθῆς χθονὸς Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 162· ξένης ἀπὸ χθ. Εὔπολ. ἐν «Βάπταις» 18.
English (Autenrieth)
χθονός: earth, ground; land, region, Od. 13.352.
English (Slater)
χθών (χθών, -ονός, -ονί, -όν(α).)
a earth, soil, ground οὐ χθόνα ταράσσοντες ἐν χερὸς ἀκμᾷ (O. 2.63) χαλκέαις δ' ὁπλαῖς ἀράσσεσκον χθόν (P. 4.226) “ὅσσα τε χθὼν ἠρινὰ φύλλ' ἀναπέμπει” (P. 9.46) ταχὺ δ' ἄγκυραν ἔρεισον χθονὶ (P. 10.51) ἀριστεύοισαν εὐκάρπου χθονὸς Σικελίαν (N. 1.14) χθονὶ γυῖα καλύψαι (τεθνάναι Σ.) (N. 8.38) ὁ δ' Ἀμφιαρεῖ σχίσσεν κεραυνῷ παμβίᾳ Ζεὺς τὰν βαθύστερνον χθόνα (N. 9.25) μετὰ χειμέριον ποικίλα μηνῶν ζόφον χθὼν ὥτε φοινικέοισιν ἄνθησεν ῥόδοις (I. 4.18) κεραυνῷ χθόν' ἀνοιξάμενοι (Pae. 8.73) ἢ παγετὸν χθονός (Pae. 9.18) κατὰ [χ]θόν ε[ (supp. Lobel) Δ. 4. h. 12. τότε βάλλεται, τότ' ἐπ ἀμβρόταν χθόν ἐραταὶ ἴων φόβαι (v.l. χέρσον) fr. 75. 16. ὄλβιος ὅστις ἰδὼν κεῖν' εἶσ ὑπὸ χθόν fr. 137. 1. ὅσ' ἀγλαὰ χθὼν πόντου τε ῥιπαὶ φέροισιν (Reiske: ἀγλαόχθων codd.) fr. 220. 2.
b land ὅτε χθόνα δατέοντο Ζεύς τε καὶ ἀθάνατοι (O. 7.55) of Delphi, ὀμφαλὸν ἐριβρόμου χθονὸς ἐς νάιον προσοιχόμενοι (P. 6.4) παρὰ μέγαν ὀμφαλὸν εὐρυκόλπου μόλεν χθονός (N. 7.34) χθονὸς ὀμφαλὸν παρὰ σκιάεντα (Pae. 6.17) of Delos, χθονὸς εὐρείας ἀκίνητον τέρας fr. 30c. 3. τηλέφαντον κυανέας χθονὸς ἄστρον fr. 33c. 5. opp. to sea, λέγοντι μὰν χθόνα μὲν κατακλύσαι μέλαιναν ὕδατος σθένος (O. 9.50) πέταται δ' ἐπί τε χθόνα καὶ διὰ θαλάσσας τηλόθεν ὄνυμ αὐτῶν (N. 6.48) καὶ πάγκαρπον ἐπὶ χθόνα καὶ διὰ πόντον βέβακεν ἐργμάτων ἀκτὶς (I. 4.41) frag., ἐλα]χύνωτον στέρνον χθονός (Pae. 4.14) ἐγὼ μὲν ὑπὲρ χθονὸς ὑπέρ τ' ὠκεανοῦ (Pae. 8.14) cf. fr. 220. 2, (O. 2.63)
c land, country ἴδε καὶ κείναν χθόνα (O. 3.31) τᾶσδέ ποτε χθονὸς οἰκιστὴρ (O. 7.30) ἐς εὐδείελον χθόνα — κλειτᾶς Ἰαολκοῦ (P. 4.77) νιν πολυμήλου καὶ πολυκαρποτάτας θῆκε δέσποιναν χθονὸς (P. 9.7) “ἵνα οἱ χθονὸς αἶσαν δωρήσεται” (P. 9.56) τοὶ σὺν πολέμῳ κτησάμενοι χθόνα πολύδωρον (Pae. 2.60) χθόνα τοί ποτε καὶ στρατὸν ἀθρόον πέμψαν κεραυνῷ τριόδοντί τε ἐς τὸν βαθὺν Τάρταρον (Pae. 4.42)
d fragg. ]ναιγιν χθόν, α[ fr. 215b. 7. ]χθονος αἰχμα[ (? ἐλασι]χθονος Snell) fr. 215c. 5.
Greek Monolingual
η / χθών, -ονός, ΝΑ
ως κύριο όν. η Χθων
μυθ. προσωποποιημένη θεότητα της γης, που ταυτίζεται με τη Γαία και την οποία θεωρούσαν μητέρα τών Τιτάνων, τών Σειρήνων, τών Γιγάντων και του Τυφώνος
αρχ.
1. η γη, το έδαφος, το χώμα (α. «χθονὶ γυῖα καλύψαιμι», Πίνδ.
β. «κούφα σοι χθὼν ἐπάνω πέσειε», Ευρ.)
2. (κατ' επέκτ.) τα βάθη της γης, ο Κάτω Κόσμος, ο Άδης («ἐπεὶ κακὸν σκότον νέμονται Τάρταρόν θ' ὑπὸ χθονός», Αισχύλ.)
3. η οικουμένη, ο κόσμος («πάντων ἄριστον ἄνδρα τῶν ἐπὶ χθονὶ κτείνασα», Σοφ.)
4. (στον Όμ.) ένα ορισμένο μέρος της γης, μια χώρα («τὴν Κορινθίαν χθόνα», Σοφ.)
5. πόλη («ξένης ἀπὸ χθονός», Εύπ.)
6. (κατά τον Ησύχ.) «χθών
ἡ γῆ ἀπὸ τῆς χύσεως»
7. φρ. α) «οἱ ὑπὸ χθονός» — αυτοί που βρίσκονται στον Κάτω κόσμο, οι νεκροί (Αισχύλ.)
β) «αἱ κατὰ χθονὸς θεαί» — οι Ερινύες (Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαϊκός τ. ο οποίος απαντά ήδη στην Ινδοευρωπαϊκή και πρέπει να συνδεθεί με τ. άλλων συγγενών γλωσσών (πρβλ. αρχ. ινδ. ksāh, ιρλδ. dū, λατ. humus, λιθουαν. žẽme, χεττιτ. tekan, τοχαρ. Α tkam κ.ά.), οι οποίοι, όμως, διαφέρουν μορφολογικώς μεταξύ τους, με αποτέλεσμα να μην είναι εύκολο να προσδιοριστεί η μορφή της ρίζας. Ο ελλ. τ. χθών και τα αντίστοιχα αρχ. ινδ. ksāh και ιρλδ. dū (d < gd-) θα οδηγούσαν σε έναν αρχικό τ. με αρκτικό δασύ κλειστό χειλοϋπερωικό φθόγγο gzh-, από τον οποίο θα μπορούσε να έχει προέλθει με απλοποίηση το αρκτικό gh- τών συγγενών τ. χαμαί, λατ. humus, αβεστ. zǻ-, λιθουαν. žēme, φρυγ. ζεμελως. Ωστόσο, αν ενταχθούν στην οικογένεια αυτή το χεττιτ. tekam και το τοχαρ. tkam, για να ερμηνευθούν ικανοποιητικά πρέπει να δεχθούμε μία δισύλλαβη ρίζα dheghŏm-. Στην περίπτωση αυτή, οι ελλ. τ. θα πρέπει να αναχθούν στη μορφή dhghŏm της ρίζας με μηδενισμένο το πρώτο φωνήεν, από την οποία, με απλοποίηση του συμφωνικού συμπλέγματος (dh)gh-, προήλθαν οι τ. με αρκτικό χ-, ενώ με αντιμετάθεση τών συμφώνων gh-dh- προήλθαν οι τ. με αρκτικό χθ- (για τη μετάθεση αυτή πρβλ. τί-κτ-ω < τι-τκ-ω). Κατ' άλλους, όμως, αρχικοί είναι οι τ. με αρκτικό ghdh-, από όπου προήλθαν στη συνέχεια οι τ. της Χεττιτικής και της Τοχαρικής. Όποια μορφή της ρίζας και αν δεχθούμε ως αρχική, πρέπει να θεωρηθεί σίγουρο ότι το θ. τών λ. λήγει σε -m-, όπως αποδεικνύουν και οι τ. χαμ-αί (από τη συνεσταλμένη βαθμίδα) και χθαμ-αλός (από τη συνεσταλμένη βαθμίδα, με αρκτικό χθ-). Επομένως, ο τ. χθών έχει προέλθει μέσω αμάρτυρου χθωμ, με τροπή του ΙΕ ληκτικού -m- σε -ν-, αρχικά στην ονομ. και στη συνέχεια και στις υπόλοιπες πτώσεις (πρβλ. χιών < χιωμ, βλ. λ. χειμώνας). Από σημασιολογική άποψη, η λ. χθών —επικός και ποιητικός τ.— διακρίνεται από τη λ. γῆ και χρησιμοποιήθηκε με θρησκευτική σημ. για να δηλώσει το εξωτερικό μέρος που περιβάλλει τον κόσμο τών υπόγειων δυνάμεων και τών νεκρών και στη συνέχεια τον κόσμο, σε αντιδιαστολή προς τον ουρανό, ενώ, αντίθετα, δεν χρησιμοποιήθηκε —αρχικά τουλάχιστον— για τις σημ. της καλλιεργήσιμης γης, τών κτημάτων, της υπαίθρου ή της γης ως τροφού τών ανθρώπων.
ΠΑΡ. χθόνιος
αρχ.
χθόϊνος, χθόνεια, χθονήρης, χθονικός.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. χθονοβριθής, χθονογηθής, χθονόπαις, χθονόπλαστος, χθονοριφής, χθονοστιβής, χθονοτρεφής
αρχ.-μσν.
χθονοφοίτωρ
νεοελλ.
χθονοφαγία. (Β' συνθετικό) α) σε -χθων. αυτόχθων(-ονας)
αρχ.
αντίχθων, βαθύχθων, δαμασίχθων, ελασίχθων, ελελίχθων, ενοσίχθων, ερυσίχθων, ιερόχθων / ιρόχθων, ιππόχθων, κινησίχθων, κραταιόχθων, μεσόχθων, παλαίχθων, περίχθων, πλουτόχθων, ρηξίχθων, σεισίχθων, τηλέχθων, υπόχθων
νεοελλ.
ετερόχθων (-ονας)
β) σε -χθονός: αρχ. αυτόχθονος, κατάχθονος].
Greek Monotonic
χθών: ἡ, γεν. χθονός, γη, έδαφος, σε Όμηρ., Τραγ.·
I. 1. λέγεται για να δηλώσει τη ζωή πάνω στη γη, ζῶντος καὶ ἐπὶ χθονὶ δερκομένοιο, σε Ομήρ. Ιλ.· χθόνα δύμεναι, πηγαίνω κάτω από τη γη, δηλ. πεθαίνω, στο ίδ.· κατὰ χθονὸς κρύπτειν τινά, σε Σοφ.· κούφα σοι χθών ἐπάνωθε πέσοι, σε Ευρ.
2. λέγεται για τον Κάτω Κόσμο, οἱ ὑπὸ χθονός, δηλ. οι σκιές του Κάτω Κόσμου, οι νεκροί, Λατ. inferi, σε Αισχύλ.· κατὰ χθονὸς θεαί, δηλ. οι Ερινύες, στον ίδ.
3. γη, δηλ. ολόκληρη η γη, ο κόσμος, σε Αισχύλ., Σοφ.
4. Γη, ως θεότητα, σε Αισχύλ.
II. συγκεκριμένο μέρος ή χώρα, λέγεται για την Ιθάκη, σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για τη Λιβύη, σε Πίνδ.· χθὼν Ἀσιᾶτις, Δωρίς, Ἀργεία, Ἑλλάς, Ἰδαία κ.λπ., σε Τραγ.
Middle Liddell
χθών, όνος, ἡ,
I. the earth, ground, Hom., Trag.;—to denote life upon the earth, ζῶντος καὶ ἐπὶ χθονὶ δερκομένοιο Il.; χθόνα δῦναι to go beneath the earth, i. e. to die, Il.; κατὰ χθονὸς κρύπτειν τινά Soph.; κούφα σοι χθὼν ἐπάνω πέσοι Eur.
2. of the nether world, οἱ ὑπὸ χθονός, i. e. those in the shades below, Lat. inferi, Aesch.; κατὰ χθονὸς θεαί, i. e. the Erinyes, Aesch.
3. earth, i. e. the whole earth, the world, Aesch., Soph.
4. Earth, as a goddess, Aesch.
II. a particular land or country, of Ithaca, Od.; of Libya, Pind.; χθὼν Ἀσιᾶτις, Δωρίς, Ἀργεία, Ἑλλάς, Ἰδαία, etc., Trag.
Frisk Etymology German
χθών: χθονός
{khthṓn}
Grammar: f.
Meaning: Erde, Erdboden, Land (fast nur ep. poet. seit Il.).
Composita: Vereinzelt als Vorderglied, z.B. χθονοτρεφής von der Erde erzeugt (A.). Oft als Hinterglied, z.B. αὐτόχθων den eigenen Boden besitzend, auf eigenem Boden wohnend, eingeboren, meist pl. Urbewohner (von der Bevölkerung Attikas usw.), sekund. von der Erde hervorgebracht (ion. att.); daneben αὐτόχθονος zugleich mit dem Lande (A. Ag. 536); zu αὐτόχθων und -ονος ausführlich Sommer Nominalbild. 83 ff.
Derivative: Davon 1. χθόνιος der Erde, dem Boden, der Unterwelt angehörig, eingeboren (ep. poet. seit Hes., auch sp. Prosa); oft in Hypostasen, z.B. ἐπιχθόνιος auf der Erde wohnend, irdisch (ep. poet. seit Il.); zu Ἐριχθόνιος s. bes. 2. χθόνεια n. pl. Fest zu Ehren der χθόνιοι θεοί (Argolis). 3. χθονήρεις· χθονίους H., unsicher χθόϊνος = γήϊνος H. 4. Mit Ablaut und beibehaltenem -μ-: χθαμαλός niedrig (seit Ν 683) mit -αλότης f. Niedrigkeit (sp.), -αλόω erniedrigen, ebnen (J.). — Näheres über das Vorkommen von χθών und den Kompp. bei Ruijgh L’élém. ach. 155 f.; zum Gebrauch (gegenüber γῆ) noch v. Wilamowitz Glaube 1, 210f.
Etymology: Altes Wort für Erde, in der Mehrzahl der Sondersprachen erhalten: heth. tekan, Gen. taknaš (mit h. heth. takamia und luw. tiyamiš), toch. A tkaṃ, B keṃ, aind. kṣā́h, Gen. jmáḥ (mit Adj. kṣám-ya- irdisch, von χθόνιος unabhängig), aw. zā̊, Gen. zəmō, alb.dhe, lat. humus, air. dū, Akk. don, lit. žẽmė, slav., z.B. russ. zemljá. Dazu die Ableitungen germ., z.B. got. guma Mann (: lat. homō), phryg. ζεμελως den Irdischen (s. Σεμέλη; Bildung wie χθαμαλός und lat. humilis) und das kleinasiat. ("phryg.") Komp. Γδαμμαυα N. einer Göttin. — Als Grundform ergibt sich ein zweisilbiges *dheĝhom- ( > heth. tekan), woraus mit Schwundstufe bzw. mit weiterem Wegfall des anlaut. dh- die einsilbigen *dhĝhō̆m- ( > toch. A tkaṃ), bzw. *ĝhō̆m- ( > lat. humus, χαμαί usw.). Im Griech. wurde dhĝh- durch Metathese zu χθ- (ähnl. air. dū < *gdōn < *dgōn). auslaut. -μ regelmäßig zu -ν, das in der Flexion durchgeführt wurde. Nur in dem tiefstufigen χθαμαλός wie in χαμαί (s.d.) erhielt sich der Labial. — Weitere Einzelheiten zur Morphologie und Lautentwicklung mit Referat der sehr reichen Lit. bei Schindler Sprache 13, 191 ff., dazu noch Heubeck Praegraeca 75ff. Alt. Lit., jetzt z.T. überholt, auch bei WP. 1, 662 ff., Pok. 414ff. und in den Spezialwörterbüchern der Einzelsprachen.
Page 2,1098-1099
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
χθονός, ἡ (=ἡ γῆ). Ἀπό τή ρίζα χαμ- τοῦ χαμαί (=καταγῆς) μέ τήν παρεμβολή ἑνός θ, ὅπως τό χθαμαλός (χθώμ = χθών). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: χθόνιος, καταχθόνιος, ὑποχθόνιος.
Translations
Earth
Abkhaz: Адгьыл; Adyghe: Чӏыгу; Afrikaans: Aarde; Ainu: アィヌモシㇼ; Albanian: Toka; Aleut: tanax̂; Amharic: መሬት; Apache Western Apache: niʼ, niʼgosdzán; Arabic: اَلْأَرْض; Egyptian Arabic: الأرض; Aragonese: Tierra; Armenian: Երկիր; Aromanian: Locu; Assamese: পৃথিৱী, ভূঁই; Assyrian Neo-Aramaic: ܐܲܪܥܵܐ; Asturian: Tierra; Avar: Ракь; Azerbaijani: Dünya, Yer; Baluchi: زمین; Bashkir: Ер; Basque: Lurra; Bavarian: eadn; Belarusian: Зямля; Bengali: পৃথিবী, আর্থ; Bikol Central: Kinaban; Breton: Douar; Bulgarian: Земя; Burmese: ကမ္ဘာဂြိုဟ်, ကမ္ဘာ; Catalan: Terra, terra; Chechen: Дуьне; Cherokee: ᎡᎶᎯ; Chinese Cantonese: 地球; Dungan: Димян; Mandarin: 地球; Min Nan: 地球; Chuvash: Ҫӗр; Cornish: Norvys, Norves; Crimean Tatar: Zemin; Czech: Země; Danish: Jorden, jorden; Dhivehi: ބިން; Dutch: Aarde; East Central German: Ard; Elfdalian: juord; Erzya: Мода; Esperanto: terglobo; Estonian: Maa, maakera; Ewe: Anyigba; Faroese: jørðin; Finnish: Maa; French: Terre; Galician: terra; Georgian: დედამიწა; German: Erde; Alemannic German: Erde; Central Franconian: Ääd; Gothic: 𐌼𐌹𐌳𐌾𐌿𐌽𐌲𐌰𐍂𐌳𐍃, 𐌰𐌹𐍂𐌸𐌰; Greek: Γη; Ancient Greek: γῆ; Greenlandic: nuna, nunarsuaq; Gujarati: પૃથ્વી; Haitian Creole: latè; Hawaiian: ao, honua, ʻāina; Hebrew: אֶרֶץ, כַּדּוּר הָאָרֶץ; Hindi: पृथ्वी धरती, भूलोक, भूमि, क्षोणी, क्षिति, ज़मीन, जमीन, भू, धर्ती; Hungarian: Föld; Icelandic: jörð; Ido: Tero; Indonesian: Bumi; Ingush: Лаьтта; Irish: Domhan; Italian: Terra; Japanese: 地球, アース; Kalmyk: делкә, Делкә һариг; Kannada: ಭೂಮಿ; Karachay-Balkar: Джер; Kazakh: Жер; Khmer: ផែនដី; Komi-Permyak: му; Komi-Zyrian: Му; Korean: 지구(地球); Kurdish Central Kurdish: زەڤی, زەوی; Northern Kurdish: erd; Kyrgyz: Жер; Lakota: makȟówaŋča; Lao: ໂລກ; Latin: orbis, terra, orbis terrarum; Latvian: Zeme, zeme; Lithuanian: Žemė; Low German: Eer; Luxembourgish: Äerd; Macedonian: Земја; Malay: Bumi; Malayalam: ഭൂമി; Maltese: l-Art; Manx: yn Thalloo, yn chruinney, yn Dowan; Marathi: पृथ्वी; Mari Eastern Mari: Мланде; Western Mari: Мӱлӓндӹ; Maricopa: mat; Mingrelian: დიხაუჩა, დიადიხა; Mongolian: дэлхий, Дэлхий; Nahuatl: tlālticpactli; Nauruan: Eb; Navajo: nahasdzáán; Nenets: Я; Nepali: पृथ्वी; Northern Ohlone: wárép; Northern Sami: Eana; Norwegian Bokmål: jord, klode; Nynorsk: jord, klode; Occitan: Tèrra; Old Dutch: ertha; Old English: eorþe; Old Frisian: erthe; Old High German: erda; Old Norse: jǫrð; Old Saxon: ertha; Oriya: ପୃଥିବୀ; Ossetian: Зӕхх; Pashto: ځمکه; Persian: زمین; Pitcairn-Norfolk: Erth; Polish: Ziemia; Portuguese: Terra; Punjabi: ਧਰਤੀ; Quechua: paca, paza; Romanian: Pământ; Romansch: Terra; Russian: Земля; Rusyn: Земля; Sango: Sese; Sanskrit: भूमि, पृथ्वी, भू; Santali: ᱫᱷᱟᱹᱨᱛᱤ; Scots: Yird; Scottish Gaelic: cruinne-cè, talamh, An Talamh; Semai: Bumik; Serbo-Croatian Cyrillic: Зѐмља; Latin: Zèmlja; Sinhalese: පෘථිවිය; Slovak: Zem, zem; Slovene: Zêmlja; Southern Altai: Јер; Southern Sami: eatneme; Spanish: Tierra, tierra; Sundanese: Marcapada; Swahili: dunia, nchi; Swedish: jorden, Tellus; Tagalog: Daigdig, Duta; Tajik: замин; Tamil: நிலம், பூமி, புவி; Taos: pǫ̏'óna; Tatar: Җир; Tedim Chin: lei; Telugu: భూమి; Tetum: Rai; Tetun Dili: Rai; Thai: โลก; Tibetan: སའི་གོ་ལ; Tigrinya: ምድሪ; Turkish: Dünya, Yer, Yüre, Yerküre, Acun, Yerdiz, Arz; Turkmen: Dünýä; Udmurt: му, Музъем; Ukrainian: Земля; Urdu: زمین, پرتھوی; Uyghur: يەر; Uzbek: Yer; Vietnamese: Trái Đất, Địa Cầu; Volapük: tal; Welsh: y Ddaear; West Frisian: ierde; Wolof: suuf si; Yagnobi: замин; Yakut: Сир; Yiddish: ערד, ערד־פּלאַנעט; Yup'ik: nunarpak; Zazaki: Erd, Erde; Zhuang: digiuz, Giuznamh; Zou: lei; Zulu: uMhlaba
earth
Afrikaans: aarde; Ahom: 𑜓𑜢𑜃𑜫, 𑜃𑜢𑜃𑜫; Albanian: dhe; Arabic: تُرْبَة, تُرَاب, أَرْض; Egyptian Arabic: أرض; Hijazi Arabic: تُربة, أرض; Aramaic Classical Syriac: ܐܪܥܐ, ܥܦܪܐ, ܡܕܪܐ, ܐܕܡܬܐ; Archi: накъв; Armenian: հող; Ashkun: mič; Asturian: tierra; Azerbaijani: torpaq; Baluchi: ہاک; Belarusian: зямля; Bengali: মাটি, ভূমি; Berber Tashelhit: akal, ṛṛgg; Brunei Malay: tanah; Bulgarian: земя, почва, пръст; Burmese: မြေ; Catalan: terra, sòl; Chechen: латта; Chinese Dungan: ди, тў; Mandarin: 地, 土壤; Czech: země, hlína; Danish: jord; Dutch: aarde, grond; East Central German: Ard; Esperanto: grundo; Estonian: maa; Etruscan: 𐌕𐌖𐌋𐌀𐌓 in; Evenki: dunde, dunne, jerke,'erke; Faroese: jørð; Fijian: qele; Finnish: maa; French: terre; Friulian: tiere; Fula: leydi; Galician: terra; Georgian: მიწა, ნიადაგი; German: Erde, Land; Central Franconian: Ääd; Greek: χώμα, γη; Ancient Greek: γαῖα, γῆ, χούς; Guaraní: yvy; Haitian Creole: tè; Hebrew: אֲדָמָה; Hindi: धरती, ज़मीन, मिट्टी, वसुधा, वसुन्धरा; Hungarian: talaj, föld; Icelandic: jörð; Ido: tero, sulo; Indonesian: tanah; Irish: cré, créafóg, ithir, úir; Istriot: tiera; Italian: terra; Japanese: 地, 土, 土壌; Javanese: lemah, siti; K'iche': ulew; Kamkata-viri Kamviri: muři; Kativiri: mřai; Kazakh: топырақ; Khanty Kazym: мўв; Khinalug: инччи; Kikai: みちゃ; Komi-Zyrian: му; Korean: 흙, 토양; Kunigami: みちゃー; Kurdish Central Kurdish: خۆڵ; Kyrgyz: топурак; Ladin: tera, tiera; Lao: ດິນ; Latin: terra, humus; Latvian: zeme, augsne; Lezgi: накьв, ччил; Lithuanian: žemė, dirva; Lombard: tèrra; Low German: Eerd, Eer; Lü: ᦡᦲᧃ; Macedonian: земја, почва; Malay: bumi; Malayalam: ഭൂമി, മണ്ണ്; Maltese: ħamrija; Mansi: ма̄; Maranao: lopa'; Miyako: むた; Mongolian: хөрс, газар; Moroccan Amazigh: ⴰⴽⴰⵍ; Nahuatl: tlalli; Navajo: łeezh; Ngazidja Comorian: ipvanɗe sha ntsi Nong Zhuang: ndin; Norman: tèrre; North Frisian: jard; Northern Amami-Oshima: みち゚ゃ; Northern Thai: ᨯᩥ᩠ᨶ; Norwegian: jord; Okinawan: んちゃ; Oki-No-Erabu: みちゃ; Old Church Slavonic Cyrillic: землꙗ; Old East Slavic: землꙗ; Old English: eorþe; Oromo: dachee, lafa; Ossetian: зӕхх; Persian: خاک, زمین; Pipil: tal; Plautdietsch: Ieed; Polish: ziemia; Portuguese: terra, solo; Prasuni: mire; Punjabi: ਧਰਤ, ਖ਼ਾਕ, ਮਿੱਟੀ, ਜ਼ਮੀਨ; Quechua: allpa; Romani: phuv; Romanian: pământ, sol; Romansch: terra, tiara; Russian: земля, почва; Rusyn: земля; Saanich: TEṈEW̱; Sanskrit: धरित्री, धरा, भूमि, वसुधा, इला, वसुन्धरा; Sardinian: terra; Scots: yerd, yird; Scottish Gaelic: talamh, ùir; Serbo-Croatian Cyrillic: земља; Roman: zemlja; Shan: လိၼ်; Sicilian: terra; Silesian: źymja; Sindhi: ڌرتي; Slovak: zem; Slovene: zemlja, prst; Southern Amami-Oshima: みちゃ; Spanish: tierra, suelo; Sundanese: taneuh; Swahili: udongo; Swedish: jord; Tabasaran: жил; Tagalog: lupa; Tajik: хок; Taos: pǫ̀'óne; Tatar: туфрак; Telugu: మట్టి; Thai: ดิน; Tibetan: ས; Tigrinya: መሬት; Tocharian A: tkaṃ; Tocharian B: keṃ; Toku-No-Shima: ぃんちゃ; Turkish: toprak; Turkmen: toprak; Udmurt: му; Ugaritic: 𐎀𐎗𐎕; Ukrainian: земля; Urdu: زمین, دھرتی; Uyghur: تۇپراق; Uzbek: tuproq; Venetian: tera; Vietnamese: đất; Waigali: muk; Yaeyama: んた; Yagara: dar; Yakut: сир; Yiddish: ערד, אַדמה; Yonaguni: んた; Yoron: みちゃ; Yucatec Maya: lu'um, kaab; Zazaki: erd; Zealandic: aerde; Zhuang: doem, namh; Zulu: inhlabathi, umhlabathi; ǃXóõ: ǂkxʻûm