πορφυροεργής
English (LSJ)
ές,
A wrought of purple, EM63.46.
German (Pape)
[Seite 686] ές, in Purpur arbeitend, E. M.
Greek (Liddell-Scott)
πορφῠροεργής: -ές, ὁ ἐκ πορφύρας εἰργασμένος, Ἐτυμολ. Μέγ. 63. 46.
ές,
A wrought of purple, EM63.46.
[Seite 686] ές, in Purpur arbeitend, E. M.
πορφῠροεργής: -ές, ὁ ἐκ πορφύρας εἰργασμένος, Ἐτυμολ. Μέγ. 63. 46.