πορφυροεργής

From LSJ

μηδέν' ὀλβίζειν, πρὶν ἂν τέρμα τοῦ βίου περάσῃ μηδὲν ἀλγεινὸν παθών → Count no man blessed 'til he's passed the endpoint of his life without grievous suffering. (Sophocles, King Oedipus 1529f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πορφῠροεργής Medium diacritics: πορφυροεργής Low diacritics: πορφυροεργής Capitals: ΠΟΡΦΥΡΟΕΡΓΗΣ
Transliteration A: porphyroergḗs Transliteration B: porphyroergēs Transliteration C: porfyroergis Beta Code: porfuroergh/s

English (LSJ)

πορφυροεργές, wrought of purple, EM63.46.

German (Pape)

[Seite 686] ές, in Purpur arbeitend, E. M.

Greek (Liddell-Scott)

πορφῠροεργής: -ές, ὁ ἐκ πορφύρας εἰργασμένος, Ἐτυμολ. Μέγ. 63. 46.

Greek Monolingual

-ές, Α
κατασκευασμένος με πορφύρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πορφύρα + -εργής (< ἔργον)].