προαναστέλλω
English (LSJ)
A check beforehand, τὸ θρασυνόμενον αὐτῶν Plu.Per.15; τὸν κόρον Aristaenet. 2.1; τὸ παρὰ φύσιν Procl. in Cra.p.99 P.; νέφη, of the wind, Sch.Arat. 416. 2 in Surgery, draw back or open out first, in Pass., Sor.Fract. 2.
German (Pape)
[Seite 707] vorher aufhalten, mäßigen, Plut. ἐλπίσι καὶ φόβοις ὥςπερ οἴαξι τὸ θρασυνόμενον, Pericl. 15, u. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
προαναστέλλω: ἀναστέλλω, ἀνακόπτω, ἐμποδίζω πρότερον, Πλουτ. Περικλ. 15, Βυζ.
French (Bailly abrégé)
contenir ou réprimer d’avance, acc..
Étymologie: πρό, ἀναστέλλω.