ἀναστέλλω

From LSJ

διὰ λαμπροτάτου βαίνοντες ἁβρῶς αἰθέρος → passing lightly through clear-shining air (Euripides, Medea 829)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναστέλλω Medium diacritics: ἀναστέλλω Low diacritics: αναστέλλω Capitals: ΑΝΑΣΤΕΛΛΩ
Transliteration A: anastéllō Transliteration B: anastellō Transliteration C: anastello Beta Code: a)naste/llw

English (LSJ)

A send up, raise, νέφεα Arat.417:—Med., gird or tuck up one's clothes, νεβρίδας ἀνεστείλαντο E.Ba.696; ἀναστέλλεσθ' ἄνω τὰ χιτώνια Ar.Ec.268: abs., ἀναστειλαμένη Artem.4.44:—Pass., ἀνεσταλμένῳ τῷ χιτῶνι with one's frock girt up, Plu.2.178c.
II draw back, e.g. the flesh in a surgical operation, Hp.VC14; push back or push up, τὰς ῥίζας [τῶν ὄρχεων] Arist.HA632a17:—Pass., to be turned up, of the foot, Hp.Mochl.24.
2 open, στόμια μεμυκότα Ph.1.278,al.
3 repulse, check an assault, E.IT1378, Th.6.70, X.An. 5.4.23: generally, οἱ ἄνεμοι ἀ. τὰ νέφη Arist.Pr.943a35, cf. Epicur. Ep.2p.51U.; φόβος ἀ. τινά Ael.NA5.54: Medic., check a discharge, etc., Leonid. ap. Aët.16.40, cf. Sor.2.9:—Med., suppress one's inclinations, dissemble, Plb.9.22.9:—Pass., Th.3.98, Phld.Ir.p.82 W.: c. gen., ἀ. τοῦ.. to be restrained from.., Ael.NA8.10; ἀνεστάλησαν τὴν ὁρμήν VH6.14.
4 remove, make away with, γῆν D.S.17.82; τὰ ἐμποδών Ph.1.407.
5 lay aside, Dam.Pr.400.
III in Med., renounce, refuse, ἀναστέλλεσθαι τροφήν Ael.NA11.14.

Spanish (DGE)

A tr.
I c. mov. hacia arriba
1 en v. med.
a) c. ac. del vestido sujetarse arriba νεβρίδας τ' ἀνεστείλανθ' se abrocharon arriba (sobre el hombro) pieles de cervato (las Bacantes), E.Ba.696
remangarse ἀναστέλλεσθ' ἄνω τὰ χιτώνια remangaos las túnicas Ar.Ec.268, abs. ἀναστειλαμένη γυνή mujer que se levanta el vestido Artem.4.44, en v. pas. ἀνεσταλμένῳ τῷ χιτῶνι con la túnica arremangada Plu.2.178c;
b) c. ac. de una parte del cuerpo remangarse y enseñar, enseñar τὰ αἰδοῖα Clem.Al.Prot.2.20.3.
2 en v. act. abrir στόμια μεμυκότα Ph.1.278.
II c. mov. hacia atrás, gener. en v. act.
1 apartar, retirar τὴν γῆν D.S.17.82, τὰ ἐμποδών Ph.1.407, Dam.Pr.400, tb. de pers. πολιτικὸν δὲ ὄντα ... ἀναστέλλειν ... ἐπειφᾶτο intentó apartarlo de la política Porph.Plot.7.21.
2 echar hacia atrás, apartar hacia atrás los tejidos en operaciones, Hp.VC 14, τὰς ῥίζας (τῶν ὀρχέων) Arist.HA 632a17
part. subst. τὸ ἀναστεῖλον melena o mechón echado hacia atrás, tupé op. al ‘flequillo’, Arist.Phgn.812b35
en v. pas. ser forzado hacia atrás de un hueso, Hp.Mochl.24.
3 hacer retroceder, rechazar esp. como término militar repeler, tener a raya εἶργον ἡμᾶς τοξόται ... ὥστ' ἀναστεῖλαι πρόσω E.IT 1378, ἱππῆς ... εἶργον ... καὶ ἀνέστελλον Th.6.70, cf. X.An.5.4.23, I.BI 1.38, 147
en gener. hacer retroceder τοῦ φόβου ἀναστείλαντος αὐτόν Ael.NA 5.54
replegar δύναμιν εἰς ἑαυτόν Iust.Phil.Dial.128.3
en v. pas. ser repelido ὀσμῇ Philum.Ven.6.1.
4 contener, detener hemorragias, etc., Leonid. en Aët.16.40, cf. Sor.71.25
en gener. ταραχήν I.BI 2.269, cf. 3.14, τὴν ἀταξίαν PLips.40.2.11 (IV d.C.), τὰ ἀδικήματα PMasp.9.re.4, cf. ue.2 (VI d.C.), μῆνιν ... Διονύσου Nonn.D.24.6, τὰς συνουσίας πρὸς τοὺς πονηρούς Chrys.M.55.418
en v. med. rehusar τὴν τρυφήν Ael.NA 11.14
detener, coger preso, SB 7518.9 (IV/V d.C.).
5 empujar, arremolinar el aire a las nubes οἱ ἄνεμοι ... τὰ νέφη Arist.Pr.943a35, (ἀέρος) ἀναστέλλοντος ἐπὶ τοσοῦτον ἐφ' ὅσον κύκλῳ περιστῆσαι τὸ νεφοειδὲς τοῦτο Epicur.Ep.[3] 110.9, (νέφεα) θλίβετ' ἀναστέλλοντος ὀπωρινοῦ ἀνέμοιο Arat.417, cf. Plu.2.758d.
6 cobrar εἰς τὸ ἴδιον ἀνέστιλε PLond.412.10 (IV d.C.), cf. PFlor.384.37 (V d.C.).
B intr. en v. med.-pas.
I retirarse τοξευόμενοι γὰρ οἱ Αἰτωλοί ... ἀνεστέλλοντο Th.3.98, κολασθεὶς ἀνασταλήσεται Phld.Ir.82
apartarse, desaparecer ἀνεστάλη ἡ γῆ ἀπὸ προσώπου αὐτοῦ la tierra se retiró ante su rostro LXX Na.1.5, ἡ γῆ ... ἀνασταλήσεται, τουτέστι, χωρήσει πρὸς τὸ μηδέν Cyr.Al.M.71.789A.
II 1contenerse, reprimirse κἂν ὅλως τὸν ... χρόνον ἀναστέλλωνται Plb.9.22.9.
2 c. gen. cesar de, dejar de, renunciar a ἀνεστάλησαν τοῦ ἐκπορεύεσθαι εἰς τὴν χώραν cesaron de hacer incursiones LXX 1Ma.7.24, τῆς ἁρπαγῆς I.BI 4.400, τοῦ χωρεῖν Ael.NA 8.10.

German (Pape)

[Seite 209] 1) zurückschicken, zurücktreiben, zurückhalten, Xen. An. 5, 4, 23 Pol. 8, 6 u. s. w.; τί τινος, z. B. ναῦν ὁρμῆς, am Fahren hindern, Ael. H. A. 2, 17; pass., Halt machen, Thuc. 3, 98 Pol. 9, 22, thun, als wolle man sich zurückziehen, u. übh. sich verstellen, wie tergiversari; ἀναστέλλειν τὴν γῆν, wegschaffen, D. Sic. 17, 82. – Med., ἀνεστέλλοντο τροφήν, sie enthielten sich der Nahrung, Ael. H. A. – 2) in die Höhe schicken, ὀπωπάς Christod. ecphr. 65, die Augen emporrichten; allgem., aufheben, Nonn.; bes. von der Kleidung, aufschürzen, τὰ χιτώνια Ar. Eccl. 268; ἀνεσταλμένος χιτών, ein hoch aufgeschürzter Rock, Plut., bes. med., sich aufschürzen. Bei Eur. Bacch. 685 νεβρίδας ἀνεστείλαντο = zogen sich wieder an.

French (Bailly abrégé)

1 (ἀνά, en haut) ramener en haut, relever : ἀνεσταλμένος χιτών PLUT tunique relevée;
2 (ἀνά, en arrière) faire reculer, refouler ; arrêter, contenir : τινα avec l'inf. retenir ou détourner qqn de;
Moy. ἀναστέλλομαι écarter, refuser, acc..
Étymologie: ἀνά, στέλλω.

Russian (Dvoretsky)

ἀναστέλλω:
1 высоко поднимать, подбирать, задирать вверх (τὰς ῥίζας ἄνω Arst.): ἀνεσταλμένος χιτών Plut. высоко подобранный хитон; med. подтягивать на себе, т. е. надевать на себя (χιτώνια Arph.; νεβρίδας Eur.);
2 отгонять прочь, отбивать, отражать (sc. πολεμίους Eur., Thuc., Xen.; οἱ ἄνεμοι ἀναστέλλουσι τἄ νέφη Arst.);
3 удалять, счищать (τὴν γῆν Diod.);
4 сдерживать (τινὰ τῆς ἐπί τι ὁρμῆς Diod.); med. сдерживать себя, быть сдержанным Polyb.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναστέλλω: ἀναπέμπω, ἐγείρω, ὀπωπὰς Χριστοδ. Ἔκφρ. 63: ― Μέσ. ἀνασηκώνω καὶ ζώννω ἐπάνω τὰ ἱμάτιά μου, νεβρίδας τ’ ἀνεστείλανθ’ Εὐρ. Βάκχ. 696· ἀνεστέλλεσθ’ ἄνω τὰ χιτώνια Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 268· ἀπολ., ἀναστείλασθαι Ἀρτεμίδ. 4. 44: ― Παθ., ἀνεσταλμένῳ τῷ χιτῶνι, περιεζωσμένῳ ὑψηλά, Πλούτ. 2. 178C: ― πρβλ. ἀνασύρω. ΙΙ. ἀνέλκω, σύρω πρὸς τὰ ὀπίσω, π.χ. τὴν σάρκα κατὰ χειρουργικήν τινα ἐγχείρησιν, τάμνοντα δὲ χρὴ ἀναστεῖλαι τὴν σάρκα ἀπὸ τοῦ ὀστέου Ἱππ. π. Κεφ. Τρωμάτ. 907, πρβλ. Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 50, 6: ― Παθ., στρέφομαι πρὸς τὰ ἄνω, πτέρνα βραχεῖ ἄκρως ἀνέσταλται Ἱππ. Μοχλ. 855. 2) ἀπωθῶ, δὲν ἀφίνω νὰ πλησιάσῃ, ἐν χρήσει κατὰ τὸ πλεῖστον ἐπὶ ἀποκρούσεως ἐφόδου εὐζώνων ἢ ψιλῶν, Εὐρ. Ι. Τ. 1378, Θουκ. 6. 70, Ξεν. Ἀν. 5. 4, 23· οἱ ἄνεμοι ἀν. τὰ νέφη Ἀριστ. Προβλ. 26. 29· φόβος ἀν. τινὰ Αἰλ. π. Ζ. 5. 54: ― Μέσ., περιορίζωκαταπνίγω τὰς ὁρμάς μου, ὑποκρίνομαι, προσποιοῦμαι, Πολύβ. 9. 22, 9: ‒ - Παθ., ὑποστρέφω, ἀποχωρῶ, μένω ὀπίσω, Θουκ. 3. 98· μ. γεν., ἀναστέλλω ἐμαυτόν, τοῦ περαιτέρω χωρεῖν ἀναστέλλονται Αἰλ. π. Ζ. 8. 10. 3) μετακινῶ, σηκώνω, μετατοπίζω, «πάλιν ἀναστέλλουσι τὴν γῆν (ἀπὸ τῶν περικεχωσμένων ἀμπέλων) κατὰ τὸν τοῦ βλαστοῦ καιρόν» Διόδ. 17. 82. ΙΙΙ. κατὰ μέσ. τύπον, ἀρνοῦμαι νὰ λάβω, ἀπέχομαι, περὶ ἐλέφαντος, τότε καὶ τροφὴν ἀνεστέλλετο Αἰλ. περὶ Ζ. 11. 14.

Greek Monolingual

(AM ἀναστέλλω)
έλκω προς τα πίσω, συγκρατώ, αναχαιτίζω
(νεοελλ.-μσν.) διακόπτω, σταματώ
μσν.
παραλύω μια σωματική ικανότητα
αρχ.
1. αναγκάζω σε υποχώρηση
2. μέσ. α) ανασηκώνω και ζώνω το ένδυμά μου
β) αποχωρώ, μένω πίσω
γ) προσποιούμαι, υποκρίνομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανα- + στέλλω.
ΠΑΡ. ανασταλτικός, αναστολή
μσν.- νεοελλ.
ανάσταλμα
νεοελλ.
ανασταλτήριος, ανασταλτός, αναστολέας].

Greek Monotonic

ἀναστέλλω: μέλ. -στελῶ,
I. αναπέμπω, εγείρω — Μέσ., «ζώνω» τα ρούχα μου, σε Ευρ., Αριστοφ.
II. αποπέμπω, εκδιώχνω, απωθώ, αποκρούω επίθεση, σε Ευρ., Θουκ. — Παθ., αποχωρώ, μένω πίσω, σε Θουκ.

Middle Liddell

I. to raise up:— Mid. to gird up one's clothes, Eur., Ar.
II. to keep back, repulse an attack, Eur., Thuc.:—Pass. to retire, Thuc.

Lexicon Thucydideum

reprimere, submovere, to hold back, remove, 6.70.3,
PASS. 3.98.1.

Translations

teach

Abkhaz: арҵара; Afrikaans: leer, onderrig; Alabama: aabachi; Albanian: mësoj; Arabic: عَلَّمَ‎; Egyptian Arabic: درس‎; Moroccan Arabic: قرا‎, علم‎; Armenian: սովորեցնել, ուսուցանել, դաս տալ, վարժեցնել; Aromanian: nvetsu, anvetsu; Assamese: শিকোৱা, পঢ়োৱা; Asturian: enseñar; Avar: малъизе; Azerbaijani: öyrətmək; Basque: irakatsi; Belarusian: вучыць, выкладаць; Bengali: শেখান; Bikol Central: tukdo; Bulgarian: уча, уча, обучавам; Burmese: သင်, ပညာပေး; Buryat: һургаха; Catalan: ensenyar; Chechen: хьеха; Cherokee: ᏕᎨᏲᎲᏍᎦ; Chichewa: -phunzitsa; Chinese Cantonese: 教; Dungan: җё; Mandarin: 教, 教授; Min Dong: 教; Min Nan: 教; Wu: 教; Cornish: dyski, deski; Czech: učit; Danish: undervise, lære; Dutch: aanleren, leren, onderwijzen, lesgeven; Elfdalian: lära; Esperanto: instrui, lernigi; Estonian: õpetama; Evenki: алагу-; Faroese: læra, undirvísa; Finnish: opettaa; French: apprendre, enseigner; Friulian: insegnâ; Galician: ensinar, aprender, deprender; Georgian: სწავლა, სწავლება; German: lehren, beibringen; Gothic: 𐍄𐌰𐌻𐌶𐌾𐌰𐌽, 𐌻𐌰𐌹𐍃𐌾𐌰𐌽, 𐌲𐌰𐌻𐌰𐌹𐍃𐌾𐌰𐌽; Greek: διδάσκω; Ancient Greek: ἀναγεννάω, ἀναδιδάσκω, ἀναπηγάζω, ἀναστέλλω, ἀποπαιδαγωγέω, δαῆναι, δαίσκω, δάσκω, δείκνυμι, δεικνύω, δέκνυμι, διαδιδάσκω, διαπαιδαγωγέω, διδασκαλεῖν, διδασκαλεύω, διδασκαλέω, διδασκαλῶ, διδάσκω, δίδωμι, εἰσάγω, ἐκδείκνυμι, ἐκδιδάσκω, ἐκμελετάω, ἐκμουσόω, ἐκπαιδαγωγέω, ἐκπαιδεύω, ἐκφέρω, ἐνδιδάσκω, ἐξάρχω, ἐσσάρχω, καθηγέομαι, καθηγοῦμαι, μαθητεύω, μυέω, παιδεύω, παραδίδωμι, προβιβάζω, σπουδάζω, ὑποδείκνυμι, φρενόω, φρενῶ; Greenlandic: ilinniartitsivoq; Guaraní: mbo'e; Hawaiian: aʻo; Hebrew: לימד \ לִמֵּד‎; Hindi: सिखाना, शिक्षा देना, पढ़ाना; Hinukh: молъа; Hittite: 𒀭𒈾𒉡𒍣; Hungarian: tanít, megtanít, oktat; Icelandic: kenna; Ido: instruktar; Indonesian: ajar, mengajar, mengajari; Interlingua: inseniar; Irish: múin, teagasc; Old Irish: for·cain, do·inchoisc; Istriot: insignà; Italian: insegnare; Japanese: 教える; Javanese: mulang muruk; Kabuverdianu: iduka; Kannada: ಕಲಿಸು; Kazakh: оқыту, сабақ беру; Khmer: បង្រៀន; Korean: 가르치다; Kurdish Central Kurdish: وتنەوە‎; Northern Kurdish: fêr kirin; Kyrgyz: окут-, үйрөтүү, сабак берүү; Lao: ສອນ; Latin: doceo, instruo, addoceo; Latvian: mācīt; Lithuanian: mokyti; Lü: ᦉᦸᧃ; Lushootseed: ʔugʷus, ʔugʷusəd, ʔugʷucid; Luxembourgish: léieren; Macedonian: учи; Malay: mengajar; Malayalam: പഠിപ്പിക്കുക, അഭ്യസിപ്പിക്കുക, ശിക്ഷണം നൽകുക; Maltese: għallem; Manx: ynsee; Mongolian Cyrillic: заах, сургах; Mongolian: ᠵᠢᠭᠠᠬᠤ, ᠰᠤᠷᠭᠠᠬᠤ; Nanai: алоси-; Neapolitan: 'mparà; Nepali: सिकाउनु; Norman: apprendre, ensîngni; Northern Sami: oahpahit; Norwegian: undervise, lære; Occitan: ensenhar; Odia: ଶିକ୍ଷା ଦେବା; Old Church Slavonic Cyrillic: оучити; Old East Slavic: учити, ꙋчити; Old English: lǣran, tǣċan; Old Norse: kenna; Oromo: barsiisuu; Ossetian: ахуыр кӕнын, амонын; Persian: یاد دادن‎ درس دادن‎, آموزاندن‎; Polish: uczyć, nauczyć; Portuguese: ensinar; Quechua: yachachiy; Rapa Nui: haka'ite; Romanian: învăța; Romansch: instruir, docir, mussar; Russian: преподавать, учить, научить, обучать, обучить; Sanskrit: उपदिशति, शास्ति; Scottish Gaelic: teagaisg, foghlaim; Serbo-Croatian Cyrillic: у̀чити; Roman: ùčiti; Sicilian: nzignari, nsignari; Slovak: učiť; Slovene: učiti; Sorbian Lower Sorbian: wucyś; Upper Sorbian: wučić; Spanish: enseñar; Swahili: kufundisha; Swedish: lära, lära ut; Sylheti: ꠢꠤꠇꠣꠘꠤ, ꠙꠠꠣꠘꠤ; Tajik: ёд додан, омӯзонидан, омӯхтан, таълим додан; Tamil: கற்பி; Telugu: బోధించు, నేర్పు; Thai: สอน; Tibetan: སློབ་པ, སློབ་ཁྲིད་བྱེད་པ; Tocharian B: ākl-; Turkish: öğretmek, ders vermek; Turkmen: okatmak, öwretmek; Tuvan: өөредир, өөредип каар; Ugaritic: 𐎍𐎎𐎄; Ukrainian: вчити, навчити, викладати; Urdu: سکھانا‎, پڑھانا‎; Uyghur: ئوقۇتماق‎; Uzbek: oʻrgatmoq, oʻqitmoq, saboq bermoq, dars bermoq; Venetian: insegnar; Vietnamese: dạy, dạy học, dạy bảo, dạy dỗ; Volapük: tidön; Walloon: acsegnî, scoler; Welsh: athrawiaethu; White Yakut: үөрэт; Yiddish: לערנען‎; Yucatec Maya: kaʼans; Zazaki: cı musnaene, musnayen, mısnayen; Zhuang: son