πρίσμα
English (LSJ)
ατος, τό,
A anything sawn, sawdust, Thphr.HP5.6.3, AP11.207 (Lucill.), Gp.4.15.9; π. λωτοῦ Dsc.Eup.2.50; μαρμάρου Aët.12.64; rotten wood, Dsc. 1.66. 2 wound resulting from trephining with a saw, ἰῆσθαι ὡς π. Hp.Morb.2.15. II Geom., prism, Euc.11Def.13.
German (Pape)
[Seite 702] τό, das Gesägte, Sägespäne, Theophr.; als Streu gebraucht, Lucill. 24 (XI, 207). – Ein stereometrischer Körper, das Prisma, dreiseitige Säule, Euclid.
Greek (Liddell-Scott)
πρίσμα: τό, (πρίζω) τὸ πριονισθέν, «πριονίδι», Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 6, 3, Ἀνθ. Π. 41. 207· ― ἐντεῦθεν, σαθρὸν ξύλον, Διοσκ. 1, 79. ΙΙ. γεωμετρικὸν πρίσμα, Εὐκλείδ. ― Ἀλλὰ κατὰ Ζηκίδην ἐν Χρ. Λεξ. γραπτέον πρῖσμα.