ῶνος, ὁ,
A sheep-pen, Hdn.Epim.113; cf. προβατών.
προβᾰτεών: -ῶνος, ὁ, μάνδρα προβάτων, Ἡρῳδιαν. Ἐπιμ. 113· ― ὡσαύτως προβατών, ῶνος, Ἀρκάδ. 15, 21.